Αναδημοσίευση, από το (εξαιρετικό) http://elawyer।blogspot.com, του άρθρου του Βασίλη Σωτηρόπουλου με τίτλο:
Μια απάντηση στο Θανάση Τριαρίδη
Διαβάζω αυτό το κείμενο του Θανάση Τριαρίδη, στο οποίο λέει ότι είναι αντίθετος "σε οποιαδήποτε έγκληση για οποιοδήποτε κείμενο (ό,τι κι αν λέει αυτό, όσο αποκρουστικό και απάνθρωπο κι αν είναι το περιεχόμενό του)". Αν πάρουμε τοις μετρητοίς αυτόν τον αφορισμό, ο κ. Τριαρίδης είναι αντίθετος στην ποινικοποίηση όχι μόνο του μισαλλόδοξου λόγου, αλλά και του αδικήματος της απειλής, της απάτης, της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς και όλων των άλλων εγκλημάτων που τελούνται με μέσο το γραπτό λόγο.
Προς τιμήν του ο κ. Τριαρίδης διατυπώνει με υποκειμενικό ύφος τις απόψεις του, αναφέροντας τι (δεν) θα έκανε ο ίδιος. Προσφέρεται επίσης να παραστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης του εγκληθέντος Μητροπολίτη, υποστηρίζοντας ως υπαρκτική του ανάγκη την "ελευθερία του ενάντιου λόγου". Με αυτή τη λογική, εμείς οι δικηγόροι θα έπρεπε να υποστηρίζουμε ως υπαρκτική μας ανάγκη κάθε μορφή εγκληματικότητας, παρανομίας, βίας και κάθε πράξη κοινωνικής αποσύνθεσης. Διότι, με αυτή τη λογική, δεν θα υπήρχαμε κι εμείς ως συνήγοροι υπεράσπισης ή κατηγορίας, εάν δεν υπήρχε παραβατικότητα. Δεν είναι έτσι όμως: ο μισαλλόδοξος λόγος, όπως και οι άλλες εγκληματικές πράξεις αποτελούν μια κοινωνική πραγματικότητα που υπάρχει πριν και πέρα από εμάς και δεν χρειαζεται "συνηγόρους" ή "μάρτυρες" για να συνεχίσει να υπάρχει. Οι αθέμιτες διακρίσεις είναι το πρόβλημα, όχι τα "δικαιώματα" όσων υποκινούν και συντηρούν αυτές τις διακρίσεις.
Για όσους ασχολούνται με την ελευθερία του λόγου στην Ελλάδα, είναι γνωστό ότι κανένας από τους θεσμικούς εκφραστές του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας δεν αντιμετώπισε ποτέ σοβαρό πρόβλημα στο να εκφραστεί ελεύθερα.
Ο ρατσιστικός λόγος είναι ο επίσημος θεσμικός λόγος των εξουσιαστικών φορέων στην Ελλάδα, χωρίς κανέναν θεσμικό αντίλογο από τη Δικαιοσύνη ή τις ανεξάρτητες δομές εκτελεστικής λειτουργίας που θα έπρεπε να λειτουργούν ως αντίβαρα σε αυτή τη μορφή βίας που υποθάλπει και καλλιεργεί την προκατάληψη και τον διχασμό μέσα στη ίδια τη κοινωνία.
Αρχηγοί πολιτικών κομμάτων προβαίνουν σε αντισημιτικές και ξενοφοβικές δηλώσεις ελεύθερα (κι ας επισημαίνει το Συμβούλιο της Ευρώπης ότι δεν έχουν ποτέ διωχθεί γι' αυτά), προϊστάμενοι θρησκευτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου καταδικάζουν την ομοφυλοφιλία ως ψυχική νόσο (κερδίζοντας και δίκες εναντίον ακτιβιστών που αντιδρούν οργισμένα), κρατικοί οργανισμοί απαγορεύουν τη μετάδοση ή την παρουσίαση από σκηνής φιλιών ανάμεσα σε άνδρες, στελέχη στρατιωτικών υπηρεσιών εκφωνούν ξενοφοβικά συνθήματα σε παρελάσεις, επίσημοι εκπρόσωποι της Ελλάδας διαβεβαιώνουν διεθνείς οργανισμούς ότι "δεν υπάρχουν εξτρεμιστικές και νεοναζιστικές οργανώσεις στη Χώρα", συγγραφείς έργων που υπερασπίζονται το ναζιστικό καθεστώς αθωώνονται από ανώτερα δικαστήρια, εκδότες τέτοιων έργων εκλέγονται βουλευτές, τηλεοπτικοί σταθμοί αρνούνται να μεταδόσουν προεκλογικά μηνύματα πολιτικών κομμάτων επειδή περιέχουν ξενόγλωσσο περιεχόμενο, ελεγκτικοί θεσμοί απευθύνουν συστάσεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς επειδή το πρόγραμμά τους δεν είναι 30% στα Ελληνικά.
Η "ελευθερία" του μισαλλόδοξου λόγου, δηλαδή η δημόσια προτροπή της φίμωσης του διαφορετικού, της επιβολής λογοκρισίας και της προώθησης κάθε μορφής διακρίσεων, γνωρίζει πλήρη άνθιση στην Ελλάδα και ουδείς έχει τολμήσει να αμφισβητήσει αυτή την "ελευθερία", παρά τις διεθνείς συμβάσεις και το ευρωπαϊκό δίκαιο που ορίζουν ότι έχουμε υποχρέωση να αντιμετωπίζουμε αυτές τις συμπεριφορές ως ποινικά αδικήματα. Αυτόν τον εξουσιαστικό λόγο θέλει να υπερασπιστεί ο κ. Τριαρίδης, πηγαίνοντας μάρτυρας υπέρ του Μητροπολίτη, θεωρώντας υπαρκτική του ανάγκη να εξακολουθησει να υπάρχει ο μισαλλόδοξος λόγος. Λες και ο μισαλλόδοξος λόγος είναι το υπό προστασία αγαθό και όχι η ίση μεταχείριση κάθε πολίτη ανεξάρτητα από το θρήσκευμά του. Λες και το θύμα είναι ο Μητροπολίτης και όχι όλοι αυτοί που φέρονται ως προσβεβλημένοι από την προτροπή του να τους αφαιρεθεί η υπηκοότητα λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Λες και ένας θρησκευτικός λειτουργός επικρατούσας θρησκείας εκ της θέσεώς του διαμορφώνει συνειδήσεις σε μικρότερη κλίμακα, σε σχέση με μία νεοσύστατη ΜΚΟ ανθρώπων που τολμούν να διεκδικούν την ίση μεταχείρισή τους ως άθεοι σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Η ελευθερία του λόγου στη συντεταγμένη Πολιτεία δεν είναι ένα διαφημιστικό σλόγκαν, ούτε μια πολιτική εξαγγελία, ούτε καν μια φιλοσοφική έννοια, ή μια αόριστη κατασκευή: έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, πεδίο εφαρμογής, φορείς ενάσκησης, καθώς και περιορισμούς. Η ελευθερία του λόγου είναι ένα (μόνο) από τα κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν επιτρέπεται να ασκείται εις βάρος των υπόλοιπων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ελευθερία του λόγου δεν υπερέχει των άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά αντίθετα συν-ισχύει μαζί τους και πρέπει να ασκείται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική εναρμόνισή της με τα υπόλοιπα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όποιος έχει λοιπόν τρόπους αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης του μισαλλόδοξου λόγου, από την ποινική αντιμετώπιση των σχετικών πράξεων, ας τους καταθέσει και, αν μπορεί, ας προκαλέσει την εφαρμογή τους. Εκτός αν δεν θεωρεί τον μισαλλόδοξο λόγο ως κάτι κακό, αλλά απλώς την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος στο οποίο αποτυπώνεται το ανάγλυφο του προφίλ του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου