Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ



10 Αυγούστου 2011



Η μη κυβερνητική οργάνωση Ελληνική Δράση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα - “Πλειάδες” εγκαινιάζει σήμερα μια σειρά κειμένων – παρεμβάσεων στη νομοθετική διαδικασία, με σκοπό την επισήμανση παραγόντων για την ενίσχυση του επιπέδου προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων.



Στην πρώτη παρέμβαση (1/2001) οι Πλειάδες τοποθετούνται για την απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων σχετικά με την σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την ρύθμιση του ζητήματος των ιστολογίων και την “διεύρυνση” του καταλόγου εγκλημάτων που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου.



Στην παρέμβασή της, η Ελληνική Δράση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα – “Πλειάδες”



- επισημαίνει τους συνταγματικούς φραγμούς που θα πρέπει να σεβαστεί ο νομοθέτης.

- αποδοκιμάζει έντονα την παντελή έλλειψη εκπροσώπησης στελεχών της κοινωνίας των πολιτών, των οργανώσεων ανθρώπινων δικαιωμάτων, των δικηγορικών συλλόγων, των εταιριών παροχής υπηρεσιών διαδικτύου και άλλων φορέων.

- προτείνει την όσο το δυνατόν πιο διαφανή λειτουργία της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής καθώς και τη δυνατότητα υποβολής προτάσεων από ενδιαφερόμενους κατά τη διάρκεια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας

- επισημαίνει ότι η τυχόν θέσπιση της Σύμβασης για το Κυβερνοέγκλημα δεν θα πρέπει να επιφέρει επ’ ουδενί μείωση του επιπέδου προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων

- καλεί την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου να ανακαλέσει για λόγους ασφάλειας δικαίου τις γνωμοδοτήσεις περί μη κάλυψης των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας από το απόρρητο

- προτείνει στην επιτροπή να εστιάσει στις υποχρεώσεις των φορέων παροχής κοινωνίας της πληροφορίας, εισηγούμενη γενικότερη πρόταση για ευρωπαϊκή νομοθεσία.



Το κείμενο της Παρέμβασης 1/2011 είναι διαθέσιμο σε link εδώ http://www.hahur.gr/?p=292

σε μορφή (.pdf).


OHE: τα blogs καλύπτονται από την ελευθερία της έκφρασης


Source: http://elawyer.blogspot.com (10/8/2011)


Με ένα νέο Γενικό Σχόλιο αρ. 34 που επαναπροσδιορίζει το περιεχόμενο της ελευθερίας της έκφρασης, η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Ο.Η.Ε. ασχολήθηκε και με το θέμα των blogs. Το κείμενο αυτό ερμηνεύει την ελευθερία της έκφρασης όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (το οποίο έχει κυρώσει και η Ελλάδα, βλ. εδώ).


Σύμφωνα με το σχετικό απόσπασμα του Γενικού Σχολίου (βλ. το πλήρες κείμενο εδώ):


"44. Κάθε περιορισμός στη λειτουργία διαδικτυακών τόπων, ιστολογίων ή άλλων διαδικτυακών, ηλεκτρονικών ή παρόμοιων συστημάτων διάδοσης πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων που υποστηρίζουν τέτοιες επικοινωνίες, όπως οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου ή οι μηχανές αναζήτησης είναι επιτρεπτός μόνο στο βαθμό που είναι συμβατος με την παράγραφο 3 [σ.σ. του Άρθρου 19 του ΔΣΑΠΔ, αντίστοιχη με την παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ].


45. Οι επιτρεπτοί περιορισμοί γενικά πρέπει να είναι συγκεκριμένοι ως προς το περιεχόμενό τους. Γενικές απαγορεύσεις για τη λειτουργία συγκεκριμένων ιστοτόπων και συστημάτων δεν είναι συμβατές με την παράγραφο 3. Είναι επίσης ασύμβατο με την παράγραφο 3 να απαγορευθεί σε έναν ιστότοπο ή σε ένα σύστημα διάδοσης πληροφοριών η μετάδοση υλικού μόνο λόγω του ότι είναι επικριτικό για την κυβέρνηση ή για το πολιτικό σύστημα που στηρίζει την κυβέρνηση.


46. Η δημοσιογραφία είναι μια λειτουργία που απλώνεται σε ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών ρεπόρτερ και αναλυτών πλήρους απασχόλησης, καθώς επίσης και των ιστολόγων και άλλων που εμπλέκονται σε μορφές αυτο-έκδοσης, σε έντυπη ή διαδικτυακή ή άλλη μορφή και τα γενικά κρατικά συστήματα μητρώου ή αδειοδότησης για δημοσιογράφους είναι ασύμβατα με την παράγραφο 3."


Σύμφωνα λοιπόν με την επίσημη ερμηνεία της ελευθερίας της έκφρασης από το αρμόδιο όργανο του Ο.Η.Ε., το κράτος δεν επιτρέπεται να δημιουργήσει ένα μητρώο στο οποίο να καταγράφονται οι bloggers, γιατί μια τέτοια υποχρέωση από μόνη της παραβιάζει το Άρθρο 19 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων.


Σημειωτέον ότι οι παραβιάσεις του ΔΣΑΠΔ ελέγχονται κατόπιν ατομικής προσφυγής από την Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Ο.Η.Ε., εφόσον έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ "ΚΑΡΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ" ΚΑΙ ΠΟΛΛΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΝ ΤΟ Ν.3386/05

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

«Αναδιοργάνωση του συστήματος αδειοδότησης για τη διαμονή αλλοδαπών στη χώρα υπό όρους αυξημένης ασφάλειας, ρυθμίσεις θεμάτων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Εσωτερικών»



ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΝΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ
ΥΠΟ ΟΡΟΥΣ ΑΥΞΗΜΕΝΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Μολονότι η μεταναστευτική πολιτική των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ζήτημα που επαφίεται στις αποφάσεις των εθνικών οργάνων, ολοένα και μεγαλύτερες περιοχές της σχετικής κοινωνικής ύλης περιέρχονται διαρκώς υπό τη ρυθμιστική εμβέλεια του ευρωπαϊκού δικαίου. Τη διαδικασία αυτή έχει επιτείνει τα τελευταία χρόνια η αυξανόμενη μέριμνα των ευρωπαϊκών οργάνων για τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Το ειδικό αυτό ευρωπαϊκό ενδιαφέρον εκδηλώνεται κατεξοχήν στην κατεύθυνση της εδραίωσης ενιαίων μορφολογικών χαρακτηριστικών των εκδιδομένων από τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών-μελών τίτλων νόμιμης διαμονής των πολιτών τρίτων χωρών εντός της επικράτειάς τους. Ο προσανατολισμός αυτός αποβλέπει τόσο στη διευκόλυνση της κινητικότητας των νομίμως διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών-αλλοδαπών εντός του κοινού ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφάλειας, όσο και στον ταχύ και αποτελεσματικό έλεγχο αυτών.
Ήδη, στο πλαίσιο αυτό, με τον Κανονισμό 1030/2002 δόθηκε στα επιμέρους κράτη-μέλη της ΕΕ η δυνατότητα να επιλέξουν ως μορφή των αδειών διαμονής ενιαίου τύπου είτε τη μορφή της αυτοκόλλητης ετικέτας (βινιέτας) είτε αυτήν του αυτοτελούς εγγράφου και η Χώρα μας έχει επιλέξει την πρώτη. Με τον Κανονισμό 380/2008, ο οποίος τροποποίησε τον Κανονισμό 1030/2002, γίνεται πλέον υποχρεωτική η έκδοση των αδειών διαμονής με τη μορφή του αυτοτελούς εγγράφου και αυτό επιφέρει σημαντικές μεταβολές στη διαδικασία έκδοσης των αδειών διαμονής.
Πιο συγκεκριμένα, ο τίτλος διαμονής θα έχει τη μορφή μιας ηλεκτρονικής κάρτας και θα περιλαμβάνει δύο βιομετρικά στοιχεία, δηλαδή μια ψηφιακή φωτογραφία προσώπου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα, τα οποία θα είναι αποθηκευμένα σε ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα ραδιοσυχνοτήτων (RF Chip). Αυτά τα βιομετρικά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση των σκοπών του Κανονισμού, δηλαδή για τον έλεγχο: α) της γνησιότητας του εγγράφου/κάρτας και β) της ταυτοποίηση του κατόχου με το πρόσωπο τα στοιχεία του οποίου περιέχονται στην κάρτα.
Η υλοποίηση του αυτοτελούς εγγράφου δημιουργεί σειρά νέων αναγκών που συνδέονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών στις οποίες θα ανατεθεί το έργο της έκδοσης των σχετικών τίτλων. Οι ανάγκες αυτές αφορούν τόσο την αναδιοργάνωση διοικητικών διαδικασιών και υπηρεσιακών δομών όσο και την προσφορότητα και επάρκεια εγκαταστάσεων και εξοπλισμού τους. Ταυτοχρόνως, η ανάγκη αναδιοργάνωσης των αρμοδίων υπηρεσιών, χάριν έκδοσης του αυτοτελούς εγγράφου, συρρέει τόσο με τις ειδικότερες ανάγκες αναδιοργάνωσης των αποκεντρωμένων υπηρεσιακών δομών του κράτους κατόπιν της θέσης σε ισχύ του ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης − Πρόγραμμα Καλλικράτης», όσο και με την ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου συστήματος αδειοδότησης της διαμονής των αλλοδαπών στη χώρα.
Οι δυσλειτουργίες που εμφανίζονται στις διαδικασίες χορήγησης αδειών διαμονής αλλοδαπών και απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας εκδηλώνονται ιδίως ως σοβαρές καθυστερήσεις στην έκδοση των σχετικών διοικητικών πράξεων αλλά και ως ελλείμματα ασφάλειας των σχετικών εγγράφων έναντι του ενδεχομένου παραποίησης ή κλοπής τους. Σοβαρό παράγοντα καθυστέρησης, επιβάρυνσης και πρόκλησης ζητημάτων ως προς τη χρηστή λειτουργία της διοίκησης αποτελεί ήδη η εμπλοκή δύο διαφορετικών υπηρεσιών (Δήμος και Αποκεντρωμένη Διοίκηση) στη διαδικασία χορήγησης αδειών διαμονής. Επιπλέον, η υποχρέωση συναλλαγής των ενδιαφερόμενων και στις δύο αυτές διαδικασίας με διάφορες υπηρεσίες προκειμένου να συλλέξουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την έκδοση των αιτούμενων πράξεων αποτελεί ένα επιπρόσθετο παράγοντα έντασης των δυσλειτουργιών.
Εξίσου σοβαρός παράγοντας πρόκλησης δυσλειτουργιών και προβλημάτων είναι η εξαιρετικά ανεπαρκής στελέχωση των επίμαχων υπηρεσιών με μόνιμο προσωπικό. Οι υπηρεσίες αυτές, ιδίως της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, λειτουργούν ακόμη με εποχιακό προσωπικό, το δε εναπομένον μετά τη λέξη των σχετικών εποχικών συμβάσεων είναι απολύτως ανεπαρκές για τη διεκπεραίωση των οικείων διαδικασιών. Σε κάθε περίπτωση, η υποχρεωτική λύση των συμβάσεων του εποχιακού προσωπικού μετά το πέρας του ορισμένου από τη σύμβαση χρόνου προκαλεί μια συνεχή απώλεια της αποκτηθείσας γνώσης και εμπειρίας, η οποία επιβαρύνει επιπλέον το πρόβλημα της επαρκούς στελέχωσης.
Ακόμη, η συναλλαγή πολυπληθούς κοινού με τις υπηρεσίες μετανάστευσης απαιτεί ικανούς και κατάλληλους χώρους υποδοχής κοινού, εργασίας και αρχειοθέτησης. Ωστόσο, η εύρεση ικανοποιητικών χώρων είναι εξαιρετικά σπάνια και κατά συνέπεια το θέμα καθίσταται ένα από τα πλέον σοβαρά προβλήματα για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών. Οι ανεπαρκείς κτιριακές εγκαταστάσεις επιβαρύνονται περισσότερο λόγω της υποχρεωτικής κατάθεσης όλων των σχετικών δικαιολογητικών με φυσική παρουσία του καταθέτη αλλά και από τις σοβαρές ανεπάρκειες της διαδικασίας πληροφόρησης των ενδιαφερομένων για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεσή τους.
Έτσι, η έκδοση του αυτοτελούς εγγράφου σχετίζεται άμεσα με το, προτεινόμενο με το παρόν σχέδιο, σταδιακό μετασχηματισμό των Υπηρεσιών Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων σε «υπηρεσίες μιας στάσης». Ο μετασχηματισμός αυτός θεωρείται επιβεβλημένος: α) ενόψει της αναγκαιότητας λήψης αυστηρών μέτρων ασφαλείας κατά τη συλλογή και τη διαχείριση των βιομετρικών δεδομένων, β) της ανάγκης μείωσης του χρόνου έκδοσης των αδειών διαμονής και γ) της παροχής ολοκληρωμένων υπηρεσιών και έγκυρης πληροφόρησης στους πολίτες.
Η μετάβαση από το σημερινό σύστημα (παραλαβή αιτήσεων από τους Δήμους και έκδοση των αδειών από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις) πρέπει να γίνει σταδιακά, αφού υπάρξει αντίστοιχη προετοιμασία, ώστε να μην παρουσιαστεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία ή έλλειμμα στην εξυπηρέτηση των συναλλασσόμενων με τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Με το παρόν σχέδιο νόμου γίνεται προσαρμογή των υφιστάμενων νομοθετικών ρυθμίσεων για την είσοδο και διαμονή πολιτών τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια ώστε να καταστεί δυνατή η υλοποίηση των ανωτέρω. Τέλος, με τη μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων που συνδέονται με τη διαδικασία έκδοσης των τίτλων νόμιμης διαμονής των πολιτών τρίτων χωρών αποκλειστικά σε όργανα της κρατικής διοίκησης, κεντρικά και περιφερειακά, αποκαθίσταται ο προβληματικός χαρακτήρας που εμφάνιζε η διαδικασία αυτή, από τη σκοπιά της λειτουργικότητας της συνταγματικής μας τάξης, λόγω της εμπλοκής σε αυτή με καθοριστικό τρόπο των Δήμων της Χώρας. Έτσι, εφεξής οι νέοι Δήμοι που προέκυψαν μετά τις συγχωνεύσεις που επέβαλε το πρόγραμμα «Καλλικράτης», μπορούν ακώλυτα να στρέψουν τους πόρους και το δυναμικό τους σε δράσεις εντατικής ένταξης των μεταναστών που ζουν στην διοικητική τους περιφέρεια στην τοπική κοινωνική ζωή δια της εντατικής συμμετοχής σε αυτή (λ.χ. μέσω των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών), δηλαδή σε ένα πεδίο που αποτελεί κατ’ εξοχήν «τοπική υπόθεση» κατά την έννοια του άρθρου 102 του Συντάγματος. Αντίστοιχα, η διοικητική διαδικασία της αδειοδότησης της διαμονής πολίτη τρίτης χώρας στην Ελληνική επικράτεια, ως αρμοδιότητα που ανήκει στον πυρήνα της κυριαρχικής εξουσίας του Κράτους, επιστρέφει, εν όψει και των χαρακτηριστικών ασφαλείας που ενέχει η έκδοση του αυτοτελούς εγγράφου, κατ’ αποκλειστικότητα στην κρατική διοίκηση.
Ειδικότερα, στο άρθρο 1 περιλαμβάνονται οι διατάξεις που είναι απαραίτητες για την έκδοση των αδειών διαμονής με τη μορφή του αυτοτελούς εγγράφου.
Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι η έκδοση των αδειών διαμονής, με τη μορφή του αυτοτελούς εγγράφου, αρχίζει από μία συγκεκριμένη ημερομηνία που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη και παράλληλα ορίζονται οι κατηγορίες των αδειών διαμονής που θα εκδίδονται με τη συγκεκριμένη μορφή.
Στην παράγραφο 2 αναφέρονται ειδικά τα βιομετρικά δεδομένα που θα περιλαμβάνονται στις άδειες διαμονής υποχρεωτικά, σύμφωνα με τον Κανονισμό 380/2008, και οι υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη λήψη τους.
Στην παράγραφο 3 καθορίζονται η διαδικασία λήψης και οι προδιαγραφές της ψηφιακής φωτογραφίας
Στην παράγραφο 4 καθορίζονται η διαδικασία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και τα πρόσωπα που υποχρεούνται να υπαχθούν στην ανωτέρω διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνεται υπ’ όψιν τόσο η ανηλικιότητα (βλ. και παρ. 9) όσο και η περίπτωση προσώπων που αδυνατούν για λόγους σωματικούς να ανταποκριθούν στην απαίτηση αυτή. Επισημαίνεται ότι συνέπεια της επιβολής σε όλους τους πολίτες τρίτων χωρών της υποχρέωσης να υποβάλλονται, προκειμένου να εκδοθεί άδεια διαμονής τους, σε διαδικασία λήψης των βιομετρικών τους δεδομένων είναι το ότι σε περίπτωση ρητής ή σιωπηρής (λ.χ. με τη μη προσέλευση σε προκαθορισμένο ραντεβού) άρνησής τους, η αίτηση για χορήγηση ή ανανέωση της άδειάς τους απορρίπτεται.
Στην παράγραφο 5 καθορίζεται ως κανόνας ότι το βιομετρικό δεδομένο των δακτυλικών αποτυπωμάτων λαμβάνεται με την κατάθεση των σχετικών δικαιολογητικών. Λαμβάνοντας ωστόσο υπ’ όψιν τις πραγματικές περιστάσεις υπό τις οποίες λειτουργούν οι αρμόδιες υπηρεσίες και για να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο συνωστισμού και ταλαιπωρίας λόγω φόρτου και μεγάλης προσέλευσης ενδιαφερομένων, προβλέπεται επίσης εναλλακτικά η δυνατότητα, εάν δεν είναι δυνατή η λήψη τους κατά το χρόνο κατάθεσης των λοιπών δικαιολογητικών, τα βιομετρικά δεδομένα να λαμβάνονται μετά από κλήση του αιτούντος σε προκαθορισμένη ημερομηνία.
Με την παράγραφο 6 ρυθμίζεται γενικά ο τρόπος επικοινωνίας των πολιτών τρίτων χωρών με τις αρμόδιες υπηρεσίες σε σχέση ιδίως με την υποβολή των αιτήσεων και λοιπών δικαιολογητικών, την παραλαβή της άδειας διαμονής, της παρακολούθησης της πορείας του φακέλου και ορίζεται ότι για τις λοιπές ενέργειες πέραν της λήψης των βιομετρικών δεδομένων, όπου απαιτείται αυτοπρόσωπη παρουσία, ο ενδιαφερόμενος πολίτης τρίτης χώρας μπορεί να προσέρχεται διά αντιπροσώπου, εφόσον η πληρεξουσιότητα αποδεικνύεται με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος από οποιαδήποτε δημόσια αρχή. Επιπρόσθετα παρέχεται η δυνατότητα επικοινωνίας των πολιτών τρίτων χωρών με τις αρμόδιες υπηρεσίες μέσω ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου εφόσον ρυθμιστούν οι τεχνικές λεπτομέρειες με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών αλλά και του Υπουργού Οικονομικών, εφόσον με αυτή μπορεί να ρυθμίζεται εναλλακτικός τρόπος καταβολής των παραβόλων.
Επίσης, καθιερώνεται υποχρέωση των πολιτών τρίτων χωρών να ενημερώνουν τις αρμόδιες υπηρεσίες σε περίπτωση που επέλθει ουσιώδης μεταβολή των βιομετρικών τους δεδομένων, προκειμένου να μην υφίσταται αναντιστοιχία με αυτά που περιλαμβάνονται στην άδεια διαμονής τους. Ως ουσιώδης μεταβολή νοείται αυτή που, ευλόγως και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, δημιουργεί το ενδεχόμενο σοβαρής δυσχέρειας στην ταυτοποίηση του προσώπου του κατόχου του εγγράφου.
Με την παράγραφο 7 προβλέπεται η δυνατότητα συγκρότησης κινητών μονάδων λήψης βιομετρικών δεδομένων για την αντιμετώπιση περιπτώσεων όπου πολίτης τρίτης χώρας είναι αντικειμενικά αδύνατο να προσέλθει αυτοπρόσωπα στην υπηρεσία.
Με την παράγραφο 8 καθορίζονται ο τρόπος και ο χρόνος κατά τον οποίο διατηρούνται τα βιομετρικά δεδομένα, η υπηρεσία στην οποία διατηρούνται και ο σκοπός για τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Επίσης, προβλέπεται μετά το πέρας του εν λόγω χρόνου η καταστροφή τους, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες για την οποία καθορίζονται με κοινή απόφαση Υπουργών Εσωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Με την παράγραφο 9 καθορίζεται η διάρκεια της άδειας διαμονής των κάτω των έξι ετών ανήλικων τέκνων, ώστε να τηρείται η απαίτηση του Κανονισμού να λαμβάνονται δακτυλικά αποτυπώματα για όλα τα άνω των έξι ετών τα πρόσωπα.
Με την παράγραφο 10 καθιερώνεται ειδικό τέλος που αντιστοιχεί στο κόστος προμήθειας, εκτύπωσης και ασφαλούς διακίνησης της κάρτας, είναι ανεξάρτητο από τα παράβολα του άρθρου 92 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει. Οι λεπτομέρειες της είσπραξής του καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών.
Με την παράγραφο 11 καθιερώνεται υποχρέωση παράδοσης των αδειών διαμονής που έληξαν, με οποιαδήποτε μορφή και αν έχουν εκδοθεί, στην αρμόδια υπηρεσία, εφόσον αυτές έχουν τη μορφή του αυτοτελούς εγγράφου και καταστροφής ή, αν πρόκειται για επικολλημένες σε διαβατήριο βινιέτες, ακύρωσης αυτών.
Τέλος, με την παράγραφο 12 καθιερώνεται ειδική σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών για την ηλεκτρονική σφράγιση των αδειών διαμονής με τη μορφή του αυτοτελούς εγγράφου.
Με το άρθρο 2 επιβεβαιώνεται και ρυθμίζεται διεξοδικά η σταδιακή μεταφορά της αρμοδιότητας των Δήμων της Χώρας για την παραλαβή των αιτήσεων πολιτών τρίτων χωρών για τη χορήγηση ή την ανανέωση άδειας διαμονής καθώς και την επίδοση σε αυτούς των αποφάσεων, που εκδίδονται σε συνέχεια των σχετικών αιτήσεων, στις Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων στη χωρική αρμοδιότητα των οποίων αυτοί υπάγονται, σε συνέχεια και της αναδιάρθρωσης της αρχιτεκτονικής της τοπικής αυτοδιοίκησης και της περιφερειακής διοίκησης του κράτους. Στο εν λόγω άρθρο περιλαμβάνονται οι διατάξεις που αποβλέπουν στη μετατροπή των υπηρεσιών Μετανάστευσης και Αλλοδαπών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων σε υπηρεσίες μιας στάσης.
Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 προβλέπεται ο ανακαθορισμός των σημείων υποδοχής, στα οποία κατατίθενται οι αιτήσεις των πολιτών τρίτων χωρών ανά νομό ή νομαρχία που διενεργείται σταδιακά με αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, που εκδίδονται ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη του οικείου Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Ο γενικός κανόνας είναι ότι ορίζεται ένα σημείο υποδοχής ανά νομό οριζομένων προς τούτο της Διεύθυνσης ή του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης που εδρεύει στο νομό αυτό με εξαίρεση την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής και το νομό Θεσσαλονίκης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, όπου λόγω της υπερσυγκέντρωσης πολιτών τρίτων χωρών, μπορούν να συσταθούν περισσότερα σημεία υποδοχής καθώς και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου λόγω του νησιωτικού της χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η δυνατότητα ορισμού μέχρι δέκα (10) σημείων υποδοχής στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, μέχρι δώδεκα (12) σημείων υποδοχής στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου και μέχρι τριών (3) σημείων υποδοχής στο νομό Θεσσαλονίκης. Για τη λειτουργία των επιπρόσθετων σημείων υποδοχής μπορούν είτε να συσταθούν ειδικά Γραφεία είτε να μεταβληθεί η έδρα υφιστάμενων Τμημάτων των Διευθύνσεων Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.
Με την παράγραφο 2 καθορίζονται πιο συγκεκριμένα οι νέα πρόσθετες αρμοδιότητες που αναλαμβάνουν τα κατά τα ανωτέρω οριζόμενα σημεία υποδοχής.
Με την παράγραφο 3 ορίζει ότι στην περίπτωση που σε ένα νομό οριστεί η λειτουργία της οικείας υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ως υπηρεσία υποδοχής οι Δήμοι που εδρεύουν στον ίδιο νομό παύουν να υποδέχονται πολίτης τρίτων χωρών για θέματα αδειών διαμονής και καθορίζεται η διαδικασία παράδοσης των ενεργών φακέλων και των λοιπών εντύπων και εκκαθάρισης του αρχείου τους.
Με την παράγραφο 4 ρυθμίζεται η κατανομή των εσόδων από τα παράβολα έτσι ώστε αφενός να μην μεταβληθεί το ποσοστό που λάμβανε ο Κρατικός Προϋπολογισμός, αφετέρου δε να διασφαλιστεί ότι το ποσοστό που κατανέμεται σε δημόσιους φορείς και υπηρεσίες θα διατεθεί για τη χρηματοδότηση δράσεων που αφορούν τη μεταναστευτική πολιτική και την κοινωνική ένταξη των μεταναστών στη χώρα: Συγκεκριμένα, συστήνονται τρεις ξεχωριστοί Κωδικοί Αριθμοί Εσόδων, στους οποίους αποδίδονται τρεις διακριτές κατηγορίες παραβόλων. Στον πρώτο αποδίδονται τα έσοδα από τα παράβολα περιορισμένης διάρκειας αδειών διαμονής που εισπράττουν οι Δήμοι της Χώρας για όσο διάστημα συνεχίζουν να παραλαμβάνουν αιτήσεις αλλοδαπών (άρθρο 92 παρ. 1 του ν.3386/2005). Στο δεύτερο κωδικό αποδίδονται τα έσοδα από τα παράβολα δεκαετούς διάρκειας και επί μακρόν αδειών διαμονής που εισπράττουν οι Δήμοι, για όσο διάστημα συνεχίζουν να παραλαμβάνουν αιτήσεις αλλοδαπών (άρθρο 92 παρ. 2 του ν. 3386/2005). Η λειτουργία δύο διαφορετικών κωδικών για τα παράβολα που εισπράττονται από τους Δήμους είναι αναγκαία, δεδομένου ότι μόνον έτσι μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια το σύνολο των εσόδων από τα παράβολα και αυτό να κατανεμηθεί σωστά, βάσει των και μέχρι σήμερα αμετάβλητων σχετικών προβλέψεων του ν. 3386/2005. Στον τρίτο κωδικό αποδίδονται τα έσοδα από τα παράβολα που καταθέτουν οι μετανάστες στα σημεία υποδοχής, όταν αυτά καθοριστούν με την απόφαση της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παρόντος σχεδίου νόμου. Το σύνολο των εσόδων αυτών αποδίδονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό και κατόπιν το 46% αυτών στο Υπουργείο Εσωτερικών για να διατεθούν σε δράσεις μεταναστευτικής πολιτικής και κοινωνικής ένταξης των μεταναστών. Το ύψος του εν λόγω ποσοστού είναι ίδιο με το ποσοστό επί του συνόλου των εσόδων από τα παράβολα που οριζόταν ότι λάμβαναν οι υπηρεσίες αλλοδαπών, μεταναστευτικής πολιτικής και κοινωνικής ένταξης, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 6α και 6β του ν. 3386/2005. Περαιτέρω ορίζεται η διαδικασία κατανομής και ο σκοπός χρηματοδότησης των αποδιδόμενων στο Υπουργείο πιστώσεων. Συγκεκριμένα, με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών κατανέμονται οι εν λόγω πιστώσεις σε Υπουργεία, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και Ν.Π.Δ.Δ., προκειμένου να καλύψουν δαπάνες που αφορούν θέματα μεταναστευτικής πολιτικής και κοινωνικής ένταξης μεταναστών. Τέλος, για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των πιστώσεων αυτών παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος δαπανών που οι εν λόγω πιστώσεις μπορούν να καλύψουν.
Με την παράγραφο 5 παρέχεται η δυνατότητα σύναψης προγραμματικής σύμβασης, μεταξύ της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και ενός ή περισσοτέρων Δήμων, Περιφερειών ή της κατά τόπο αρμόδιας Περιφερειακής Ένωσης Δήμων, με αντικείμενο την παροχή επί μέρους υπηρεσιών και εκτέλεση επί μέρους έργων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος. Για το σκοπό αυτό, διατίθεται από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης μόνιμο ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό, καθώς και ο κατά περίπτωση απαιτούμενος εξοπλισμός και εγκαταστάσεις και οι συμβαλλόμενοι φορείς μπορεί να χρηματοδοτούνται και από τα εισπραττόμενα έσοδα από τα παράβολα.
Με το άρθρο 3 ρυθμίζονται θέματα στελέχωσης των υπηρεσιών μιας στάσης και ειδικότερα παρέχεται η δυνατότητα μετάταξης υπαλλήλων δημόσιων υπηρεσιών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και Περιφερειών στις Διευθύνσεις Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Η ίδια δυνατότητα παρέχεται στο έμπειρο προσωπικό των Δήμων που χειρίζονται σήμερα τις υποθέσεις, η αρμοδιότητα για το χειρισμό των οποίων περιέρχεται στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις.
Με το άρθρο 4 ρυθμίζεται το θέμα των βεβαιώσεων που εκδίδουν οι υπηρεσίες στους πολίτης τρίτων χωρών, όταν καταθέτουν αίτηση για τη χορήγηση ή ανανέωση της άδειας διαμονής.
Ειδικότερα με την παράγραφο 1 καθορίζεται ένας τύπος βεβαιώσεων με περιορισμένη χρονική ισχύ ενός έτους. Ο εν λόγω χρόνος μπορεί να μειωθεί με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, εφόσον καταστεί δυνατή η επίσπευση της διαδικασίας έκδοσης των αδειών διαμονής από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Επίσης, καθορίζονται αναλυτικά οι περιπτώσεις στις οποίες η εν λόγω βεβαίωση χορηγείται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο τη σημερινή συνήθη διοικητική πρακτική των υπηρεσιών παραλαβής των αιτήσεων στους Δήμους, όσο και -σε εύλογο βαθμό- πρακτικές δυσκολίες που εγνωσμένα αντιμετωπίζουν οι πολίτες τρίτης χώρας είτε στη συναλλαγή τους με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς υγείας ή/και ασφάλισης είτε στη μετακίνησή τους από τη μια εργασία στην άλλη υπό τις σημερινές συνθήκες δεινής κρίσης της αγοράς απασχόλησης και της εθνικής οικονομίας εν γένει. Σε περίπτωση έλλειψης συγκεκριμένων δικαιολογητικών, η εν λόγω βεβαίωση μπορεί να χορηγηθεί πλην όμως ορίζεται εξάμηνη προθεσμία για την προσκόμιση του ελλείποντος στοιχείου.
Με το άρθρο 5 ρυθμίζεται το θέμα της εισόδου στην Ελλάδα πολιτών τρίτων χωρών για εποχική εργασία και απλουστεύεται η σχετική διαδικασία υπό την έννοια ότι οι ενδιαφερόμενοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση λήψης άδειας διαμονής που προϋποθέτει και τη λήψη βιομετρικών δεδομένων και καθιερώνεται ειδική θεώρηση εισόδου συγκεκριμένης διάρκειας, ισόχρονης με τη σχετική σύμβαση εργασίας και μέχρι έξι μηνών, που επιτρέπει τη εργασία αποκλειστικά για το εν λόγω διάστημα και στο συγκεκριμένο εργοδότη. Σημειώνεται ότι η νομοθετική πρόταση είναι συμβατή με τη τρέχουσα εκδοχή της πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής πολιτών τρίτων χωρών με σκοπό την εποχιακή εργασία. Η πρόταση Οδηγίας, η οποία υποβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 13 Ιουλίου 2010 (COM(2010) 379 τελικό) και αυτή τη χρονική περίοδο τυγχάνει επεξεργασίας στο πλαίσιο αφενός των αρμοδίων Ομάδων Εργασίας του Συμβουλίου, αφετέρου δε των συναρμοδίων Επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 1 περιλαμβάνεται ο ορισμός της εποχικής εργασίας.
Στην παράγραφο 2 καθορίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει ο εργοδότης και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλει. Καταργείται η υποχρέωση καταβολής εγγυητικής επιστολής και καθιερώνεται ειδικό τέλος για κάθε μετακαλούμενο πολίτη τρίτης χώρας.
Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι για την είσοδο πολιτών τρίτων χωρών για εποχιακή εργασία προκαταβάλλεται το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών στον Ο.Γ.Α. σε περίπτωση απασχόλησης στην αγροτική οικονομία. Το ποσό αυτό μπορεί να επιστραφεί στον εργοδότη εάν τελικά δεν εγκριθεί η είσοδος του πολίτη τρίτης χώρας.
Στην παράγραφο 4 προβλέπεται ότι σε περίπτωση απασχόλησης σε άλλους τομείς πλην της αγροτικής οικονομίας και με βάση την ισχύουσα σήμερα νομοθεσία υφίσταται ομοίως υποχρέωση ασφάλισης και ο μετακαλούμενος πολίτης τρίτης χώρας θα πρέπει να ασφαλιστεί στο Ι.Κ.Α. μετά την είσοδό του στην Ελλάδα.
Στην παράγραφο 5 καθορίζεται η υπηρεσία που είναι αρμόδια για την εξέταση της αίτησης και την έκδοση εγκριτικής πράξης, ενώ παράλληλα καθιερώνεται υποχρέωση κοινοποίησης της εν λόγω πράξης στον κατά τόπο αρμόδιο ανταποκριτή του Ο.Γ.Α., εφόσον αφορά απασχόληση στην αγροτική οικονομία ή στα κατά τόπο αρμόδια υποκαταστήματα του Ι.Κ.Α. και περιφερειακές υπηρεσίες του Σ.Ε.Π.Ε, ώστε να διενεργούνται αντίστοιχοι έλεγχοι.
Η παράγραφος 6 αναφέρεται στον τύπο και τη διάρκεια ισχύος της χορηγούμενης θεώρησης εισόδου, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν.
Με την παράγραφο 7 θεσπίζεται η δυνατότητα επιβολής, μετά από εντολή του οικείου Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, δειγματοληπτικά υγειονομικού ελέγχου για λόγους δημόσιας υγείας.
Με την παράγραφο 8 καθορίζεται η υποχρέωση του πολίτη τρίτης χώρας να αναχωρήσει από την Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση της περιόδου απασχόλησης και ορίζονται οι κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με την υποχρέωση αυτή.
Το άρθρο 6 αναφέρεται στη μετάκληση αλιεργατών και καθορίζει απλουστευμένη διαδικασία εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια, όμοια με την εποχική εργασία, με ειδική θεώρηση εισόδου που παρέχει δικαίωμα εργασίας χωρίς την υποχρέωση λήψης άδειας διαμονής ή τη λήψη βιομετρικών δεδομένων. Εξάλλου, με την παράγραφο 6 παρέχεται, υπό προϋποθέσεις, στους υπαγόμενους στη διμερή συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, η οποία έχει κυρωθεί με το ν. 1453/1984, δικαίωμα σύναψης νέας σύμβασης εργασίας με άλλον εργοδότη εάν λυθεί ή διακοπεί η σχέση εργασίας με τον εργοδότη που τους κάλεσε, κατά το διάστημα ισχύος της θεώρησης εισόδου
Με το άρθρο 7 ρυθμίζονται, καταρχήν, ζητήματα μεταβατικού περιεχομένου που προκύπτουν ιδίως από το σταδιακό χαρακτήρα της μετάβασης από το υφιστάμενο σύστημα της συμμετοχής των Δήμων και των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων στην έκδοση της έντυπης μορφής της άδειας διαμονής στο σύστημα του καταστήματος μιας στάσης που θα εκδίδει αποκλειστικά στο πλαίσιο της περιφερειακής διοίκησης του κράτους την κάρτα μετανάστη.
Συγκεκριμένα:
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται η εξακολούθηση της παραλαβής του βιομετρικού δεδομένου της ψηφιακής φωτογραφίας για την έκδοση της κάρτας μετανάστη όσο καιρό θα ετοιμάζονται οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της Χώρας να αναλάβουν αυτοτελώς το σχετικό έργο.
Με την παράγραφο 2 διευκρινίζεται το υποχρεωτικό της λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων για κάθε άδεια διαμονής που εκδίδεται μετά την έναρξη ισχύος της έκδοσης της κάρτας μετανάστη, ακόμη και αν το σχετικό αίτημα είχε υποβληθεί πριν τον χρόνο έναρξης, ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες σχετικά με τον χειρισμό των εκκρεμών φακέλων κατά το μεταβατικό στάδιο.
Με την παράγραφο 3 επιβεβαιώνεται γενικότερα η διατήρηση της αρμοδιότητας παραλαβής αιτήσεων και επίδοσης των σχετικώς εκδιδομένων αποφάσεων από τους Δήμους καθ’ όλο το μεταβατικό στάδιο της προετοιμασίας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων προκειμένου να καταστούν καταστήματα μιας στάσης, ώστε να αποφευχθούν λειτουργικά κενά κατά τη μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο.
Η παράγραφος 4 ρυθμίζει περαιτέρω την τύχη των βεβαιώσεων κατάθεσης αίτησης για τη χορήγηση ή την ανανέωση άδειας διαμονής (μπλε βεβαιώσεις), οι οποίες θα έχουν χορηγηθεί έως την έναρξη ισχύος των προτεινομένων διατάξεων με την πρόβλεψη ότι θα διατηρηθούν σε ισχύ για ένα έτος, εντός του οποίου αναμένεται, καταρχήν, η εκκαθάριση των σχετικών φακέλων από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Ακόμη, με την παράγραφο 5 ορίζεται η περιορισμένη πλέον χρονική εμβέλεια της ισχύος της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν. 3386/2005, που προβλέπει την εκτύπωση των σημερινών αδειών με τη μορφή επικολλημένου στο διαβατήριο ειδικού εντύπου (sticker), συναρτώμενη με την έναρξη της εκτύπωσης των αδειών με τη μορφή κάρτας μετανάστη, που προσδιορίζεται με την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του παρόντος σχεδίου ΚΥΑ.
Με την παράγραφο 6 αντιμετωπίζεται, σε σχέση με την καθιέρωση της κάρτας μετανάστη, το γενικότερο ζήτημα της επίδοσης στον αιτούντα πολίτη τρίτης χώρας της άδειας, που έχει ζητήσει, όταν πια αυτή έχει πάψει να ισχύει, λόγω της υπέρμετρης καθυστέρησης κατά τη διεκπεραίωση της υπόθεσης από αρμόδια υπηρεσία, που αντιμετωπίζει μεγάλο φόρτο, όπως ιδίως η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής. Στις εν λόγω περιπτώσεις, κρίνεται ευλόγως σκόπιμο η άδεια που έληξε να μην εκτυπώνεται ως κάρτα μετανάστη.
Επίσης, με την παράγραφο 7 ρυθμίζεται η τύχη των αιτημάτων έγκρισης της μετάκλησης εποχικώς εργαζομένων και αλιεργατών που υποβλήθηκαν υπό το προηγούμενο καθεστώς χωρίς να έχουν ακόμη οδηγήσει στις προβλεπόμενες με βάση αυτό άδειες διαμονής.
Τέλος, με τη ρύθμιση της παράγραφο 8 μεταβάλλεται από δώδεκα (12) σε δέκα (10) έτη ο χρόνος προηγούμενης αποδεδειγμένης διαμονής στην Ελλάδα, ώστε να καταστεί δυνατή η υποβολή αιτήματος άδειας διαμονής αλλοδαπού στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 44 του ν. 3386/2005 για ανθρωπιστικούς λόγους και με επίκληση της ανάπτυξης ιδιαίτερων δεσμών με τη Χώρα. Η μείωση του χρόνου προηγούμενης διαμονής κρίνεται σκόπιμη, δεδομένου ότι κατά την παρελθούσα δεκαετία υπήρξαν διαδοχικές ρυθμίσεις του καθεστώτος διαμονής αλλοδαπών (2001, 2005, 2007), στις οποίες συχνά από διοικητικές αρρυθμίες δεν εντάχθηκαν πρόσωπα που διατηρούν πραγματικούς δεσμούς με την Ελλάδα και στα οποία δίνεται η δυνατότητα υποβολής αιτήματος εξέτασης των ιδιαιτεροτήτων της περίπτωσής τους. Με την εν λόγω ρύθμιση, σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες διαδοχικές «τακτοποιήσεις», δεν επιχειρείται σε καμία περίπτωση «νομιμοποίηση», και μάλιστα «μαζική», αλλοδαπών που σήμερα στερούνται πλήρως κάθε τίτλου νομιμότητας της παραμονής τους στη Χώρα. Παρέχεται απλώς η δυνατότητα σε πρόσωπα που ανέπτυξαν αποδεδειγμένους ιδιαίτερους δεσμούς με την Ελλάδα και έχουν εκ των πραγμάτων ενταχθεί σημαντικά στην κοινωνική της ζωή μετά από αποδεδειγμένα μακρόχρονη διαμονή τους, έστω και χωρίς χαρτιά, να θέσουν με αίτησή τους την ιδιαιτερότητα της περίπτωσής τους υπ’ όψιν ειδικής επιτροπής της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών, όπου συμμετέχει και εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ., η οποία και είναι αρμόδια να αποφανθεί μετά από ενδελεχή έλεγχο σχετικά με το βάσιμο των ισχυρισμών τους.




ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Με το άρθρο 8 ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν τη μετάβαση συγκεκριμένων μητροπολιτικών αρμοδιοτήτων από το Υπουργείο Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων προς την Περιφέρεια Αττικής, και ιδίως εκείνα της μεταφοράς του αναγκαίου προσωπικού για την άσκηση των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων, των αναγκαίων πιστώσεων και όλου του τεχνολογικού και μηχανολογικού εξοπλισμού, που σχετίζεται με την κατασκευή και συντήρηση έργων οδικών και υδραυλικών (αντιπλημμυρικών και αποχέτευσης ομβρίων) εντός του Λεκανοπεδίου. Επιπλέον, ρυθμίζονται όλα τα θέματα που απορρέουν από πάσης φύσεως συμβάσεις, σχετικές με τις μεταφερόμενες αρμοδιότητες.
Ειδικότερα:
Με την παράγραφο 1 ρυθμίζεται η μετάταξη στην Περιφέρεια Αττικής του προσωπικού που υπηρετεί στις οργανικές μονάδες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, οι οποίες ασκούν έως τώρα τις μεταφερόμενες αρμοδιότητες. Παράλληλα, προβλέπεται η κατάργηση των αντίστοιχων θέσεων και υπηρεσιών του Υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων.
Με την παράγραφο 2 ορίζεται το υπηρεσιακό καθεστώς του ανωτέρω μετατασσόμενου προσωπικού, τόσο του μόνιμου όσο και εκείνο ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Με την παράγραφο 3 ρυθμίζονται τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά θέματα του μετατασσόμενου προσωπικού από το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων προς την Περιφέρεια Αττικής, καθώς και το ειδικότερο ζήτημα της καταβολής του εφάπαξ βοηθήματος στους υπαλλήλους του πρώην ΕΤΜΟΑ, καταβολή που θα εξακολουθήσει να γίνεται σύμφωνα με όσα ισχύουν.
Με την παράγραφο 4 ρυθμίζεται το ζήτημα της μεταφοράς των αναγκαίων πιστώσεων για τη μισθοδοσία του ανωτέρω προσωπικού από τον κρατικό προϋπολογισμό στους ΚΑΠ των Περιφερειών, σύμφωνα με το άρθρο 260 του ν. 3852/2010. Επιπλέον, ρυθμίζεται το ζήτημα της μεταφοράς των απαιτούμενων πιστώσεων για τη μισθοδοσία του προσωπικού αυτού για το οικονομικό έτος 2011.
Με την παράγραφο 5 προβλέπεται ότι η Περιφέρεια Αττικής υπεισέρχεται αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις σχετικές με τις μεταφερόμενες αρμοδιότητες. Με την υπογραφή πρωτοκόλλου θα καθορίζονται ειδικά για τις συμβάσεις, ο αριθμός της πιστοποίησης, από την οποία και μετά αναλαμβάνει την πληρωμή η περιφέρεια Αττικής και οι λοιπές λεπτομέρειες που αφορούν την ομαλή διαδοχή του εργοδότη στις υφιστάμενες συμβατικές σχέσεις. Επιπλέον, ορίζεται ότι η Περιφέρεια Αττικής συνεχίζει αυτοδικαίως ως καθολικός διάδοχος όλες τις εκκρεμείς δίκες, στις οποίες διάδικο μέρος είναι η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων και σχετίζονται με τις μεταφερόμενες αρμοδιότητες. Τέλος, οι εγκεκριμένοι ή προς έγκριση πόροι του Υπουργείου που αφορούν την εκτέλεση συμβάσεων των μεταφερόμενων υπηρεσιών, μεταβιβάζονται υποχρεωτικά στην Περιφέρεια Αττικής.
Με την παράγραφο 6 προβλέπεται ότι τα κινητά πράγματα, λειτουργικά συστήματα, μηχανήματα, οχήματα και ο, εν γένει, τεχνολογικός εξοπλισμός που εξυπηρετεί την λειτουργία και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως και χωρίς αντάλλαγμα στην Περιφέρεια Αττικής. Επίσης, προβλέπεται ότι για την παράδοση και παραλαβή και τη ρύθμιση των αναγκαίων λεπτομερειών μεταφοράς του ανωτέρω εξοπλισμού, υπογράφεται σχετικό πρωτόκολλο μεταξύ του Γ.Γ. Δημοσίων Έργων και του Περιφερειάρχη Αττικής. Λαμβάνεται, επίσης, πρόνοια για τη στέγαση του προσωπικού που μετατάσσεται, με την υπεισέλευση της Περιφέρειας Αττικής στη μίσθωση του κτιρίου, κατά το μέρος που αφορά τη στέγαση των υπηρεσιών των οποίων το προσωπικό μετατάσσεται στην Περιφέρεια Αττικής.
Με την παράγραφο 7 προσδιορίζεται ο χρόνος άσκησης των μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων από το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων στην μητροπολιτική Περιφέρεια Αττικής.
Με το άρθρο 9 ρυθμίζονται ζητήματα Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ειδικότερα, η θέσπιση της παραγράφου 1 κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να συνεχιστεί η λειτουργία δομών κοινωνικής προστασίας, όπως ΚΔΑΠ, ΚΔΑΠ ΜΕΑ, ΚΗΦΗ κ.λπ., καθώς και η υλοποίηση των σχετικών συγχρηματοδοτούμενων κοινωνικών προγραμμάτων, τα οποία εκτελούνταν από επιχείρηση ΟΤΑ και τώρα μεταφέρονται σε δήμους ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αυτών.
Με την παράγραφο 2 παρατείνεται έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 παρ. 6α του ν. 3801/2009 προθεσμία για την έκδοση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας των υφιστάμενων δημοτικών παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ορίζεται ότι θέση άδειας υπέχει, έως τότε, η συστατική τους πράξη. Επίσης, προβλέπεται ότι βρεφονηπιακοί σταθμοί που λειτουργούσαν από επιχειρήσεις των ΟΤΑ και είχαν λάβει άδεια ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όταν μεταφέρονται σε δήμο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αυτού, λειτουργούν βάσει της άδειας που είχαν λάβει. Η εισαγόμενη ρύθμιση, η οποία είναι και αίτημα της ΚΕΔΚΕ, κρίνεται αναγκαία προκειμένου οι εν λόγω παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί να μπορούν να ενταχθούν σε σχετικό συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, μέχρι να ολοκληρωθεί το θεσμικό πλαίσιο για την έκδοση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας τους.
Με τις ρυθμίσεις της παραγράφου 3, διευκολύνεται το έργο των Περιφερειαρχών, αφενός με την πρόσληψη μετακλητού ιδιαίτερου γραμματέα αφετέρου με τη σύσταση θέσης διευθυντή του γραφείου του, χωρίς η κάλυψη των θέσεων αυτών να επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της Περιφέρειας. Για τις ρυθμίσεις αυτές υπήρξε αίτημα της ΕΝΑΕ.
Στο άρθρο 10 περιλαμβάνονται διατάξεις που ρυθμίζουν την καταστατική θέση των αιρετών. Με την παραγράφου 5 του άρθρου 92 του ν. 3852/2010 προβλεπόταν ότι στην περίπτωση που η αντιμισθία των δημάρχων, αντιδημάρχων και πρόεδρων δημοτικών συμβουλίων, που είχαν την ιδιότητα υπαλλήλου του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, ήταν μικρότερη των αποδοχών της θέσης τους, τότε η αντιμισθία που τους αναλογούσε προσαυξάνονταν μέχρι το ποσό της θέσης Γενικού Γραμματέα Υπουργείου. Αποτέλεσμα της ρύθμισης αυτής ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις και ιδίως αντιδημάρχων και πρόεδρων δημοτικών συμβουλίων που είχαν την ιδιότητα υπαλλήλου ιδιωτικού τομέα, να υπερβαίνουν με την προσαύξηση κατά πολύ την αντιμισθία του οικείου δημάρχου. Με τη ρύθμιση της παραγράφου 1 τίθεται διαβάθμιση ως προς το ποσό της προσαύξησης της αντιμισθίας των ανωτέρω προσώπων, ώστε να αντιστοιχηθεί η αντιμισθία με την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων.
Με την παράγραφο 2 παρέχεται το δικαίωμα σε δημοτικούς συμβούλους που εργάζονται ή κατοικούν σε νησιά να απουσιάζουν από την εργασία τους για δύο ημέρες, ώστε να διευκολύνονται στη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβούλιου. Η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που αντιμετωπίζουν στη μετακίνησή τους.
Με το άρθρο 11 ρυθμίζονται θέματα προσωπικού. Η προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 1 καθιστά δυνατή την ανάθεση στους φύλακες σχολικών κτιρίων καθηκόντων φύλαξης κτιρίων, λοιπών εγκαταστάσεων και κοινοχρήστων χώρων των δήμων και των νομικών τους προσώπων. Η ανωτέρω διάταξη σκοπό έχει να καλύψει ανάγκες φύλαξης κτιριακών εγκαταστάσεων των δήμων και των νομικών τους προσώπων με εναλλακτική αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, στις περιπτώσεις που αυτό είναι πλεονάζον.
Με την παράγραφο 2 αναδιατυπώνεται η παράγραφος 4 του άρθρου 45 του ν. 3979/2011, με την οποία προσδιοριζόταν ως αρμόδιο όργανο που επιλαμβάνεται θεμάτων του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, η Εκτελεστική Επιτροπή. Επειδή τα θέματα για τα οποία αποφαίνεται η Εκτελεστική Επιτροπή, αφορούν κυρίως πειθαρχικά ζητήματα των υπαλλήλων, κρίνεται στις περιπτώσεις αυτές αναγκαία η συμμετοχή, με δικαίωμα ψήφου, και δύο δημοτικών σύμβουλων της μειοψηφίας, ώστε το όργανο αυτό να διαθέτει περισσότερα εχέγγυα αντικειμενικής κρίσης. Σε δήμους που δε διαθέτουν εκτελεστική επιτροπή, όπως συμβαίνει σε πολύ λίγους νησιωτικούς δήμους, ορίζεται ως αρμόδιο όργανο ο δήμαρχος.
Επιπλέον, με την παράγραφο 3 καλύπτεται και το διάστημα που η Οικονομική Επιτροπή είχε επιληφθεί σχετικών ζητημάτων πριν την ισχύ του ν. 3979/2011.
Η μετάταξη υπαλλήλων δήμων και περιφερειών διενεργείται σε αντίστοιχες κενές οργανικές θέσεις. Πολλοί φορείς υποδοχής, αν και έχουν ανάγκη για κάλυψη θέσεων υπαλλήλων από μετάταξη, δεν ικανοποιούν τις ανάγκες τους γιατί η αντιστοιχία της θέσης, κατά κλάδο και ειδικότητα, αποτελεί τροχοπέδη, δεδομένου ότι μπορεί να μην υπάρχει αντίστοιχη κενή οργανική θέση σε αυτούς. Για το λόγο αυτό, κρίνεται απαραίτητη η διαγραφή της λέξης «αντίστοιχες», ούτως ώστε να δοθεί η δυνατότητα κάλυψης με μετάταξη θέσεων φορέων από υπαλλήλους, οι οποίοι κατέχουν τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία ζητούν να μεταταγούν.
Με την παράγραφο 5 παρέχεται και στους υπαλλήλους των ΟΤΑ α΄ βαθμού η δυνατότητα παραμονής στην υπηρεσία πέραν του 60ου έτους της ηλικίας τους, έως τρία επιπλέον έτη και μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου του 65ου έτους ηλικίας τους. Με την ανωτέρω ρύθμιση η σχετική διάταξη που έχει περιληφθεί στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ επεκτείνεται και στους υπαλλήλους των ΟΤΑ α΄ βαθμού και εντάσσεται στο πλαίσιο της πολιτικής αύξησης των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αποβλέποντας στη μείωση των δημοσίων δαπανών και στην ελάφρυνση του βάρους των συνταξιοδοτικών ταμείων. Παράλληλα, προβλέπεται μεταβατικού χαρακτήρα ρύθμιση, κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης, για να μην αποκλειστούν άτομα, τα οποία συμπληρώνουν ή συμπλήρωσαν τα 35 έτη υπηρεσίας πρόσφατα και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχαν ή έχουν τη δυνατότητα υποβολής της σχετικής αίτησής τους απέχει εξαιρετικά λίγο από το χρόνο έναρξής ισχύος της εν λόγω διάταξης.
Με την παράγραφο 6 επιδιώκεται να τηρηθεί δεκαοκτάμηνη διάρκεια για όλες τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου μερικής απασχόλησης για παροχή υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα του ν. 3250/2004 που συνήφθησαν κατόπιν των με αριθμ. 1/2009 και 2/2009 αποφάσεων της Τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 5 του ν.3250/2004, με τις οποίες εγκρίθηκε η πρόσληψη 8.334 ατόμων σε ΟΤΑ α΄ βαθμού για δεκαοκτώ μήνες με προσδιορισμένη λήξη των συμβάσεων την 30η Απριλίου 2011. Η προτεινόμενη διάταξη κρίνεται αναγκαία, διότι κάποιες από τις ως άνω συμβάσεις, λόγω καθυστερημένης υπογραφής τους εξαιτίας της απαγόρευσης διαδικασιών προσλήψεων που επήλθε με την προκήρυξη των εθνικών εκλογών του 2009, δεν συμπλήρωσαν το δεκαοκτάμηνο μέσα στην ως άνω καταληκτική ημερομηνία.
Με την παράγραφο 18 του άρθρου 94 του ν. 3852/2010, όπως συμπληρώθηκε με το εδάφιο η΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 18 του ν. 3870/2010, η αρμοδιότητα της μεταφοράς μαθητών από τον τόπο διαμονής στο σχολείο φοίτησης, περιλαμβανομένης της μεταφοράς μαθητών σχολείων ειδικής αγωγής, όπως επίσης και της μεταφοράς μαθητών μουσικών και καλλιτεχνικών γυμνασίων και λυκείων, περιήλθε την 1η Ιουλίου 2011 στους Δήμους. Στο πλαίσιο της εναρμόνισης του θεσμικού πλαισίου μεταφοράς μαθητών με τη νέα δομή της αυτοδιοίκησης, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε με τον «Καλλικράτη», η ΚΥΑ ΙΒ/6071/31-8-1998, η οποία έως σήμερα αποτελούσε το θεσμικό πλαίσιο για τη διαδικασία μεταφορά μαθητών από τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις θα αντικατασταθεί άμεσα. Για τους λόγους αυτούς, πολλοί από τους Δήμους της Χώρας δεν έχουν προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την προετοιμασία της εν λόγω διαδικασίας. Ενόψει της έναρξης της νέας σχολικής χρονιάς και προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις αδυναμίας μεταφοράς μαθητών κρίνεται σκόπιμο να παραταθούν για τελευταία φορά οι συμβάσεις των τέως Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που έχουν περιέλθει στις Περιφέρειες καθώς και οι τυχόν συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τις Περιφέρειες. Οι παρατάσεις οφείλουν να αφορούν τα δρομολόγια χωρικής αρμοδιότητας των Δήμων, στους οποίους δε θα έχουν ολοκληρωθεί οι διαγωνισμοί έως την έναρξη του νέου σχολικού έτους.
Στο άρθρο 12 περιέχονται ρυθμίσεις για οικονομικά θέματα.
Με την παράγραφο 1 καθίσταται επιτρεπτή από το νόμο η τμηματική πληρωμή υποχρέωσης (μερική ενταλματοποίηση) δήμου ή περιφέρειας, για το συνολικό ποσό της οποίας έχει εκδοθεί ένα μόνο φορολογικό στοιχείο (όπως τιμολόγιο προμηθευτή), με περισσότερα του ενός χρηματικά εντάλματα. Η παροχή αυτής της δυνατότητας κρίνεται επιβεβλημένη καθώς και με δεδομένη τη δυσχερή οικονομική συγκυρία, εκτιμάται ότι θα έχει θετική επενέργεια τόσο στην οικονομική λειτουργία των ίδιων των δήμων και περιφερειών, όσο και στην οικονομική κατάσταση των συναλλασσομένων με αυτούς τρίτων (προμηθευτών, αναδόχων έργων κ.ο.κ.). Έτσι, θα διευκολυνθούν, όσοι εκ των εν λόγω φορέων αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της συσσώρευσης χρεών προς τρίτους, να ελαφρυνθούν ταχύτερα από μέρος των χρεών αυτών, ενώ παράλληλα θα καταστεί ευχερέστερη η ταχύτερη εκπλήρωση, έστω μέρους των συμβατικών υποχρεώσεων των δήμων και περιφερειών προς τους δικαιούχους, πολλοί εκ των οποίων περιέρχονται σε οικονομική δυσπραγία εξαιτίας της καθυστερημένης είσπραξης των απαιτήσεών τους.
Εξάλλου, με την παράγραφο 2 διασφαλίζεται, κατά το μεταβατικό πρώτο έτος εφαρμογής του «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ», η ομαλή και απρόσκοπτη καταβολή των αποδοχών του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού των Περιφερειών, που μετατάσσεται ή μεταφέρεται στις περιφέρειες για την άσκηση των μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3852/2010. Για το σκοπό αυτό, η καταβολή των αποδοχών στο ανωτέρω προσωπικό συνεχίζει να γίνεται έως την 31η Δεκεμβρίου 2011 μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού, ενώ η λογιστική τακτοποίηση των προαναφερόμενων πληρωμών πραγματοποιείται απολογιστικά έως την ανωτέρω ημερομηνία, με αντίστοιχη μείωση ποσών από τους πόρους των Περιφερειών, του άρθρου 260 του ν. 3852/2010.
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι για κάθε εκποίηση ακινήτου των δήμων με δημοπρασία απαιτείται η λήψη απόφασης από το δημοτικό συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών του, προκειμένου να υπάρχει ευρύτατη συναίνεση για την εκποίηση δημοτικής περιουσίας και για λόγους προστασίας των συμφερόντων του δήμου. Εξάλλου, για όσες αποφάσεις λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή διατάξεων του ν. 3463/2006 που παραπέμπουν στο άρθρο 186 του ΚΔΚ, π.χ. τα άρθρα 190 «Ανταλλαγή ακινήτων» και 191 «Αγορά ακινήτων», δεν απαιτείται η ως άνω ειδική πλειοψηφία, αλλά παραμένει η απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του δημοτικού συμβουλίου.
Με τη παράγραφο 4 αποσαφηνίζεται ότι ίσχυσαν έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 οι μεταβατικές ρυθμίσεις των άρθρων 272 και 274 του ν. 3852/2010, με τις οποίες προβλέφθηκε η λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία των 2/3 του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ή των αρμόδιων οργάνων των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, αντίστοιχα, για τις αναφερόμενες στα σχετικά άρθρα πράξεις που θα γίνονταν από συνενούμενους δήμους και ΝΑ για το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και μέχρι τη συγκρότηση των νέων ΟΤΑ από 1-1-2011, προκειμένου έως τη συγκρότηση των νέων ΟΤΑ να υπάρχει καλύτερη διασφάλιση της διαχείρισης της περιουσίας τους.
Με την παράγραφο 5 επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής της με αριθμό 22292/9-5-2011 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, που εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης της παραγράφου 1.ε του άρθρου 49 του ν. 3943/2011. Έτσι, οι ΟΤΑ της χώρας θα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση των ρυθμίσεών της, τόσο κατά την κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού τους, όσο και κατά τις αναμορφώσεις αυτού. Θεωρείται αναγκαία η παροχή τέτοιας δυνατότητας στους ΟΤΑ, ώστε να επιτυγχάνουν την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού τους, σε περίπτωση όπου διαπιστώνεται ανεπάρκεια των εσόδων για την κάλυψη των χρεών τους, όχι μόνο κατά την κατάρτιση αλλά και κατά τις αναμορφώσεις του προϋπολογισμού, καθώς:
Ο προϋπολογισμός των ΟΤΑ είναι υποχρεωτικά από το νόμο ισοσκελισμένος.
Σε αυτόν εγγράφονται μόνο έσοδα που προβλέπονται από το νόμο, το ύψος των οποίων απαγορεύεται να υπερβαίνει αναιτιολόγητα τις αποδόσεις του προηγούμενου οικονομικού έτους.
Στις παραγράφους 9 και 10 των άρθρων 266 και 268 του ν. 3852/2010, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 4.α. του ν. 3979/2011, ορίζεται ρητά ότι εάν με την έκθεση εκτέλεσης του προϋπολογισμού του δεύτερου τριμήνου κάθε οικονομικού έτους, διαπιστωθεί ότι στον προϋπολογισμό έχουν εγγραφεί υπερεκτιμημένα έσοδα ή έσοδα που δεν πρόκειται να εισπραχθούν έως το τέλος της χρήσης, το οικείο συμβούλιο προβαίνει υποχρεωτικά σε αναμόρφωση αυτού, ώστε να μην καταστεί σε καμία περίπτωση ελλειμματικός. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι τα έσοδα, όπως διαμορφώνονται κατά την αναμόρφωση, δεν επαρκούν για να καλύψουν τις υποχρεωτικές και λοιπές ανελαστικές δαπάνες, είναι εμφανές ότι με την προτεινόμενη διάταξη διασφαλίζεται η τήρηση της κατά το νόμο υποχρέωσης ισοσκέλισης του προϋπολογισμού. Η παράταση της προθεσμίας που αρχικά καθορίσθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση, κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου να δοθεί επαρκές χρονικό περιθώριο στους ΟΤΑ της χώρας ώστε να αξιοποιήσουν τις ευεργετικές ρυθμίσεις αυτής.
Τέλος, δεδομένου ότι η αναμόρφωση του προϋπολογισμού αποτελεί, κατ’ ουσία, τροποποίηση της απόφασης ψήφισής του, ορίζεται ρητά ότι η εποπτεύουσα αρχή των ΟΤΑ εξετάζει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της με αριθμό 22292/9-5-2011 απόφασης, κατά τον έλεγχο νομιμότητας τόσο του προϋπολογισμού όσο και των αναμορφώσεών του.


ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Οι Έλληνες Εβραίοι έχουν μια μακρά ιστορική παρουσία στη Χώρα. Ρωμανιώτες, Εσκενάζι και κυρίως Σεφαραδίτες μαζί συγκροτούσαν μια σημαντική κοινότητα που συμμετείχε και συνδιαμόρφωνε μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή του ελλαδικού χώρου και του Ελληνικού λαού. Η συμμετοχή αυτή των Ελλήνων Εβραίων διεκόπη ξαφνικά και με τρόπο βάρβαρο από τις ναζιστικές γερμανικές δυνάμεις κατοχής κατά την περίοδο 1941-1944. Όπως συνέβη τόσο στη Γερμανία, όσο και σε όσες χώρες βρέθηκαν υπό τη γερμανική κατοχή, και στην Ελλάδα οι Έλληνες Εβραίοι ήρθαν αντιμέτωποι με διώξεις, εκτοπισμούς και στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Το παράδειγμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης είναι και ενδεικτικό και ανατριχιαστικό. Από τους περίπου 53.000 ελληνοεβραίους που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη στις αρχές της δεκαετίας του '40 περισσότεροι από 46.000 χιλιάδες εξ αυτών (ποσοστό της τάξης άνω του 90%) βρέθηκαν το 1943 στο Άουσβιτς, όπου βέβαια η τύχη που τους περίμενε ήταν τραγική. Από την «τελική λύση» των ναζί και το «Ολοκαύτωμα» μόλις 1950 άνθρωποι κατάφεραν να επιβιώσουν και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Πολλοί δε από τους επιζήσαντες, έχοντας χάσει τα πάντα, μετανάστευσαν τελικώς στο Ισραήλ διατηρώντας όμως την επαφή και τη σχέση τους με την Ελλάδα, στην οποία άλλωστε συνέχισαν και συνεχίζουν να έχουν συγγενείς και φίλους. Δυστυχώς, η Ελληνική Πολιτεία, μετά από τη δίνη του εμφυλίου μέχρι και σήμερα δεν έλαβε την οποιαδήποτε μέριμνα για τον αποδημήσαντα αυτόν πληθυσμό, ενώ σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις προχώρησε ακόμη και σε αφαίρεση της ιθαγένειας από όσους επέλεξαν να εγκατασταθούν στο Ισραήλ με βάση το διαβόητο και καταργηθέν πλέον άρθρο 19 του παλαιού Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας.
Την αποκατάσταση όσων από τους ανθρώπους αυτούς σήμερα επιζούν επιδιώκει η προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 13. Πιο συγκεκριμένα, με την παράγραφο 1 προβλέπεται διαδικασία εκ νέου χορήγησης της Ελληνικής Ιθαγένειας για πολίτες του Ισραήλ που έχουν γεννηθεί μέχρι και την 9η Μαΐου 1945, ημέρα λήξης του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, και εξακολουθούν να βρίσκονται εν ζωή, εφόσον είχαν στο παρελθόν την Ελληνική Ιθαγένεια από τη γέννησή τους και την απώλεσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η διαδικασία έχει τα χαρακτηριστικά ιδιότυπης πολιτογράφησης με στοιχεία καθορισμού για τους συγκεκριμένους ανθρώπους και αφορά έναν πολύ περιορισμένο αριθμό προσώπων (δεν ξεπερνά τις λίγες εκατοντάδες), οι οποίοι παρά τις τρομακτικές εμπειρίες που βίωσαν εξακολουθούν και σήμερα να είναι ζωντανοί και να αντιλαμβάνονται την Ελλάδα ως πατρίδα. Όσο για τα παιδιά (τους κατιόντες) όσων τελικώς αποκτήσουν εκ νέου την Ελληνική Ιθαγένεια, με βάση την παράγραφο 2, προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης πολιτογράφησης, ως καταγόμενων από Έλληνα πολίτη και σύμφωνα με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για την πολιτογράφηση ομογενών που διαμένουν στο εξωτερικό.
Με τη μείωση του αριθμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι.) από επτά (7) σε πέντε (5) μέλη, όπως προτείνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14, επιτυγχάνονται: Η περιστολή των λειτουργικών δαπανών του, που θα οδηγήσει σε ετήσια εξοικονόμηση της τάξης των 4.224,00 € και η αποτελεσματικότητα της δράσης του.
Εξάλλου, με την παράγραφο 2 προβλέπεται η σύσταση επιτροπής που θα αναλάβει τη σύνταξη Ενιαίου Κώδικα υπαλλήλων δήμων και περιφερειών, ώστε να αναδιοργανωθεί το σύνολο των ρυθμίσεων που αφορούν το προσωπικό της αυτοδιοίκησης στις νέες συνθήκες και τις ανάγκες που προκύπτουν μετά την εφαρμογή του ν. 3852/2010.