Η Ελληνική Δράση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα χαιρετίζει τη διάθεση της κυβέρνησης να εκσυγχρονίσει τον ΚΕΙ, όπως αυτή (η διάθεση) εκφράστηκε, κατ’ αρχήν, στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης, αλλά και με την πρόταση νομοθετικής πρωτοβουλίας με τίτλο "Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην Ελλάδα».
Το σ/ν δείχνει να έχει, εν συνόλω, δημοκρατικό χαρακτήρα, παρά τη διαπιστούμενη «συρρίκνωση» (σε σχέση με τις προγραμματικές δηλώσεις του κόμματος, που έλαβαν την εμπιστοσύνη της Βουλής) του περιεχομένου των νεοαποδιδόμενων δικαιωμάτων. Επισημαίνουμε ότι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ψήφισαν από κοινού το 2004, τον ισχύοντα Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν.3284/04, στο εξής ΚΕΙ), τον οποίον τώρα επιδιώκει να αναθεωρήσει/εκσυγχρονίσει η κυβέρνηση.
Κρίνουμε, όμως, αναγκαίο να επισημάνουμε την προσοχή σε μερικά από τα τρωτά σημεία της προταθείσας ρύθμισης:
• Η έλλειψη πρόβλεψης για προστασία των αιτούντων και των μελών της οικογένειάς τους από την απέλαση
• Η «χαμένη ευκαιρία» να εκλείψει η διάκριση ομογενών και αλλογενών και να αναμορφωθεί ο ΚΕΙ εν συνόλω, όπως είχε πρόσφατα προτείνει η ΕΕΔΑ, με ολοκληρωμένο σχέδιο νέου ΚΕΙ.
• Ενώ πρέπει να επαινεθεί (αλλά και να εξασφαλισθεί στο τελικό κείμενο της νέας ρύθμισης) η προτεινόμενη αναστροφή της πρακτικής του «αναιτιολόγητου και απρόθεσμου» της Διοίκησης, που ισχύει έως σήμερα σε θέματα απόδοσης ιθαγένειας/πολιτογράφησης, ο χρόνος απάντησης παραμένει ακόμα ιδιαίτερα μακρύς, ενώ η έλλειψη δομημένων και περιοριστικά αναφερόμενων προϋποθέσεων, η συνδρομή των οποίων θα θεμελιώνει δικαίωμα στην ελληνική ιθαγένεια, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα, αφορώντα ακόμα και στην ίδια την αιτιολόγηση των πράξεων, αλλά και στην ασφάλεια Δικαίου.
• Επισημαίνουμε ότι το προτεινόμενο παράβολο για την εξέταση του αιτήματος είναι αδικαιολόγητα υψηλό, κάτι το οποίο, σε συνδυασμό και με το ότι το ποσό αυτό δεν επιστρέφεται σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, λειτουργεί αποτρεπτικά (και, σε κάποιες περιπτώσεις, απαγορευτικά) στην κατάθεση της αίτησης, ενώ, επίσης, δε ρυθμίζεται κάτι ανάλογο του «ευεργετήματος πενίας» για όσους αποδεδειγμένα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο υψηλό αυτό κόστος εξέτασης αιτήσεως, πλην όμως έχουν τις «προδιαγραφές» να ενταχθούν στη ρύθμιση, οπότε η ρύθμιση δείχνει να αφορά μόνο τους ευπορότερους εκπροσώπους των εν λόγω ομάδων. Παράλληλα, με το δυσβάσταχτο αυτό ποσό ΔΕΝ επιβαρύνονται κοινοτικοί υπήκοοι και ομογενείς, χωρίς να επιχειρείται κάποια αιτιολόγηση, από την πλευρά των συντακτών του σ/ν, της δυσμενούς αυτής διάκρισης σε βάρος αλλογενών που δεν εντάσσονται στις κατηγορίες «κοινοτικός» και «ομογενής». Η αναγνώριση δυνατότητας κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας συναρτάται, πασιφανώς, με τη βαθιά ενσωμάτωση των παιδιών των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, σε βαθμό που τα ίδια να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως Έλληνες, χωρίς όμως την αντίστοιχη νομική αναγνώριση. Συνεπώς, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η παραπάνω διακριτική μεταχείριση, αφού είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί το γιατί ένα παιδί μετανάστη τρίτης χώρας– νυν κοινοτικού υπηκόου, π.χ. Ρουμανίας- υπερτερεί σε βαθμό κοινωνικής ενσωμάτωσης ενός παιδιού μετανάστη τρίτης χώρας, που δεν έχει ενταχθεί στην Ε.Ε. –π.χ. Μολδαβίας.
Θα πρέπει είτε να απαλειφθεί εντελώς το παράβολο, είτε να κυμανθεί στα επίπεδα των 300 Ευρώ, όπως είχε προτείνει η ΕΕΔΑ. Ευεργέτημα πενίας θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί και να οριοθετηθούν οι προϋποθέσεις χορήγησής του.
• Σημαντικότερη είναι η δυσμενής διάκριση σε βάρος των παιδιών «δεύτερης γενιάς μεταναστών» που δεν έχουν την «τύχη» να διαθέτουν συνεπείς ή διαρκώς απασχολούμενους γονείς (ή που δεν έχουν την ατυχία να έχουν χάσει τους γονείς τους) –ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΠΟΛΕΙΠΟΝΤΑΙ ΣΕ ΒΑΘΜΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ. Δεδομένης της ευκολίας με την οποίαν εκπίπτει ο μετανάστης από την αδιάλειπτη νομιμότητα της παραμονής του, απόρροια της μέχρι σήμερα έλλειψης ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής στη χώρα μας, είναι ελάχιστα τα παιδιά αυτά, τα οποία θα κατορθώσουν, στην πράξη, να αποκτήσουν από τη γέννηση την Ελληνική ιθαγένεια (αλλά ακόμα και την ιδιότητα του ‘επί μακρόν διαμένοντος’ ή τον οποιονδήποτε τίτλο διαμονής!). Το παραπάνω έλλειμμα αναγνωρίζει το ΠΑΣΟΚ και προγραμματικά, αναφέροντας ότι στις άμεσες προτεραιότητές του θα είναι η «Υιοθέτηση πάγιων διαδικασιών επαναφοράς στη νομιμότητα των μεταναστών που εκπίπτουν από το καθεστώς νομιμότητας για τυπικούς λόγους. Υιοθέτηση ενός πλαισίου που θα διευκολύνει τη διατήρηση του καθεστώτος νόμιμης παραμονής». Ο νομοθέτης, όμως, με την προτεινόμενη ρύθμιση, θέλει να άρει μια κοινωνική αδικία με το να αναγνωρίσει ότι τα παιδιά αυτά ΕΙΝΑΙ εν τοις πράγμασι Έλληνες (de facto), λόγω της πλήρους ενσωμάτωσής στους στην κοινωνία μας. Να μεταφέρει, δηλαδή, και να ρυθμίσει κανονιστικά στο Δίκαιο της χώρας μας -το οποίο είναι και οφείλει να είναι ζων οργανισμός, ο οποίος εκσυγχρονίζεται και διαπλάθεται ανάλογα με τις κοινωνικές εξελίξεις- μια συνθήκη η οποία δεν υπήρχε προηγουμένως (ήμασταν χώρα «εξαγωγής» κι όχι «εισαγωγής» μεταναστών, πόσω μάλλον παιδιών που γεννώνται από μετανάστες γονείς –«τεχνικά», δεν θα έπρεπε καν να αποκαλούνται τα ίδια «μετανάστες», αφού δεν αποφάσισαν ούτε μετακινήθηκαν τα ίδια από έναν τόπο σε άλλον). Με την προϋπόθεση της 5ετούς προηγούμενης αδιάλειπτης νόμιμης διαμονής του γονέα, αλλά και την παράλληλη «διευκρίνιση», στα πλαίσια της διαβούλευσης, ότι: «8. Παιδιά β’ γενιάς που αποκτούν ελληνική ιθαγένεια: Τα παιδιά εκείνα που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από γονείς ένας εκ των οποίων βρίσκεται εδώ νόμιμα ήδη για πέντε τουλάχιστον χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άλλος γονέας μπορεί να είναι και παράνομος, γιατί την ιθαγένεια την αποκτά το παιδί άμεσα από τη γέννηση μεν αλλά μόνον εφόσον προηγηθεί κοινή δήλωση των δύο γονέων στον δήμο μόνιμης κατοικίας τους, πράγμα που προϋποθέτει να είναι και οι δύο νόμιμοι». Πέραν του αδόκιμου της έκφρασης «παράνομος γονέας» και της προστασίας που απολαμβάνει η οικογένεια από το Σύνταγμά μας (δε την προστατεύει με προϋπόθεση, ούτε διακρίνει νόμιμους και παράνομους), δεν διευκρινίζεται το τι συμβαίνει όταν ο ένας γονέας έχει εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη ή έχει αποβιώσει. Είναι εξίσου άτυχές το να εξαρτά ο νομοθέτης την σημαντικότερη, θα έλεγε κανείς, έκφανση αναγνώρισης στοιχείου της ταυτότητας κάποιου προσώπου, την ίδια την θεσμική αποτύπωση της αίσθησης του ανήκειν, όπως εκφράζεται αυτή η αναγνώριση με την απόδοση από τη γέννηση ιθαγένειας σε πρόσωπα που βλέπουν το πρώτο φως της ζωής στην Ελληνική επικράτεια, εξακολουθούν να ζουν και ν’ αναθρέφονται σε αυτήν και μετέρχονται της Ελληνικής παιδείας, από ιδιότητες που υπάρχουν (ή δεν υπάρχουν) σε τρίτα πρόσωπα (γονείς) και που συχνά δεν εξαρτώνται καν από την ευχέρεια των τελευταίων. Αν, δηλαδή, οι μετανάστες γονείς κάποιου δεν κατόρθωσαν να έχουν 200 ένσημα το χρόνο (άραγε είναι πολλοί, πλέον, οι Έλληνες που το καταφέρνουν;), αδιαλείπτως για 5 έτη, ή αν τη στιγμή της «δήλωσης στο δήμο» ένας από τους δυο έχει εκπέσει από τη νομιμότητα παραμονής, τούτο καθιστά το τέκνο τους λιγότερο ενσωματωμένο στην Ελληνική κοινωνία; Λιγότερο άξιο να του αναγνωριστεί θεσμικά ο αδιαμφισβήτητα στενός (και συχνά αδιάλειπτος από την ώρα της γέννησής του) σύνδεσμος με την Ελλάδα; Δεδομένου ότι και η ήδη υφιστάμενη ρύθμιση για τα παιδιά 2ης γενιάς (με το Ν.3731/2008) αξιώνει νομιμότητα διαμονής και των δυο γονέων, προκειμένου ο νέος να μπορέσει ν’ αποκτήσει το καθεστώς διαμονής του επί μακρόν διαμένοντα (και γι’ αυτόν τον λόγο ελάχιστα από αυτά τα παιδιά κατόρθωσαν να τακτοποιήσουν το θέμα της διαμονής τους), μεγάλη μερίδα των νέων αυτών είναι αναγκασμένη να παραμείνει στη «σκιά» (και όχι στον «ίσκιο») της χώρας που θεωρεί ως «πατρίδα» της. Πολλοί από τους εκπροσώπους της κοινωνικής αυτής ομάδας (ίσως και μέσα από τη δύναμη που έχει το χιούμορ να εκτονώνει την απογοήτευση και την υπαρξιακή ένταση) αστειεύτηκαν στις αρχές του 2009 ότι: «Ωραία, τώρα για να φτιάξουμε τα χαρτιά μας το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να σκοτώσουμε τους γονείς μας…» Είναι σαφές και εύλογο το αίτημά τους να τους αναγνωριστεί θεσμικά η από τη γέννησή τους στενότατη σχέση τους με την Ελλάδα, ανεξαρτήτως συντρεχουσών ή μη ιδιοτήτων, που δεν αφορούν άμεσα στο πρόσωπό τους. Άλλωστε, σύμφωνα με τις προεκλογικές δεσμεύσεις της σημερινής Κυβέρνησης για “Εξορθολογισμό της διαδικασίας χορήγησης της ελληνικής ιθαγένειας σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου.», διακηρυσσόταν η «Κτήση της ελληνικής ιθαγένειας για όλα τα παιδιά μεταναστών, οι οποίοι διαβιούν έναν ελάχιστο αριθμό ετών στη χώρα μας, και τα οποία γεννιούνται στην Ελλάδα. Καθώς, και, μετά τη συμπλήρωση τριετίας στην ελληνική εκπαίδευση, για όλα τα υπόλοιπα παιδιά που είναι μαθητές στη χώρα μας.». Δεν διαβάσαμε πουθενά να εξαιρούνται τα παιδιά των προσώπων που δεν κατόρθωσαν να ανανεώσουν αδιαλείπτως τις άδειες διαμονής τους. Ούτε διαβάσαμε περί 6ετούς φοίτησης. Συνεπώς, με το παρόν σχέδιο νόμου το ΠΑΣΟΚ υπαναχωρεί εν μέρει από τις προγραμματικές του δηλώσεις, εφόσον περιορίζει σθεναρά το πεδίο των δυνητικών «δικαιούχων».
• Η έλλειψη προσδιορισμού του περιεχομένου της νέας δυνατότητας (συγκεκριμενοποίηση νομικής έννοιας, όπως και του αν πρόκειται περί δικαιώματος κτήσης ιθαγένειας ή μη).
• Η έλλειψη καθορισμού αρμοδιότητας (ΣτΕ ή Διοικητικό Πρωτοδικείο) σε περίπτωση προσφυγής του αιτούντος σε ακυρωτικό δικαστήριο κατόπιν απόρριψης του αιτήματός του.
ΑΛΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ιθαγένειας του Συμβουλίου της Ευρώπης παραμένει ζητούμενο ήδη από το 1997, οπόταν η Ελλάδα υπέγραψε –πλην όμως δεν έχει ακόμα κυρώσει- την εν λόγω Σύμβαση, κάτι που δε χρειάζεται διαβούλευση, δεν έχει το πολιτικό κόστος της εξ αρχής νομοθέτησης και θα συνέβαλε αποφασιστικά στην επίλυση αρκετών ζητημάτων που αφορούν το Δίκαιο Ιθαγένειας στην Ελλάδα (αλλά και των προβλημάτων αποκλεισμού μεγάλης μερίδας των παιδιών «2ης γενιάς» μεταναστών από την ιθαγένεια).
Ο Ν.3284/04 (ΚΕΙ) έδινε ιθαγένεια στους ανιθαγενείς, ενώ οι οι ομογενείς από Αλβανία (όχι από ΠΣΕ) μπήκαν σε διαδικασία απόκτησης της Ελληνικής Ιθαγένειας από τα τέλη του 2006 (με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς, όμως, πρέπει να επισημάνουμε και να επιμείνουμε για την επίσπευση).
Η πρόταση της ΕΕΔΑ για νέο ΚΕΙ δεν μας βγάζει από το Δίκαιο του Αίματος, ωστόσο ανοίγει μια σοβαρή συζήτηση με προσανατολισμό προς το Δίκαιο του Εδάφους, και θα ήταν σκόπιμο να υιοθετηθεί στο σύνολό της (πλην της αναφερόμενης και εκεί παραμέτρου «5ετία γονέα»).
Σε ότι αφορά αιτούντες Άσυλο και Πρόσφυγες, θεωρούμε πολύ σημαντικό να ληφθούν υπόψη του νομοθέτη οι δημοσιευμένες θέσεις – παρατηρήσεις του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες.
Τέλος, ελπίζουμε έστω αυτοί οι λίγοι, που θα πάρουν τελικά την Ελληνική υπηκοότητα, να αντιμετωπιστούν και στην πράξη ως Έλληνες, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα όπως η Γαλλική «εξέγερση των προαστίων» και ό,τι μια τέτοια εξέλιξη εκφράζει και συνεπάγεται, ώστε να έχουμε (και όχι μόνο να θέλουμε) ένα κράτος το οποίο θέτει την ανεμπόδιστη άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης, θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων και σεξουαλικού προσανατολισμού, ως θεμέλιο λίθο της πολιτικής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου