Της Ηλέκτρας – Λήδας Κούτρα*
Κυριακή μεσημέρι στην πλατεία του Άγιου Παντελεήμονα.
Είχα ακούσει για τη σφράγιση της παιδικής χαράς, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο αποκαρδιωτική θα ήταν η όψη της, σ’ αυτήν τη θλιβερή πρώτη επέτειο: πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος από τα ρατσιστικά επεισόδια που την οδήγησαν στο επίσημο δημοτικό «λουκέτο».
Άλλοτε καλωσόριζε τα γέλια και τα παιχνίδια, αλλά με τη μεγάλη εισροή μεταναστών και προσφύγων στη γειτονιά, έγινε σημείο τριβής των γονέων και των «ομάδων κατοίκων» (;) που περιφρουρούν την ελληνικότητα ακόμα και στο παιχνίδι. Σήμερα, έμεινε ελεύθερη μόνο στο βλέμμα τον παιδιών που, σκαρφαλωμένα στα κάγκελα που τη θωρακίζουν, την χαζεύουν απ’ έξω. Ένα «μη» μέσα στο χώρο.
Με τέτοιες εκδηλώσεις μίσους, όμως, και με τέτοιους χειρισμούς των προβλημάτων από την πολιτεία, χάνουν την ευκαιρία και τα ελληνόπουλα να παίξουν στους λιγοστούς ελεύθερους δημόσιους χώρους που απέμειναν στο κέντρο. Εκείνα δεν καταλαβαίνουν τα «παιχνίδια των μεγάλων». Θέλουν απλώς να παίξουν και δεν επιλέγουν παρτενέρ με κριτήριο την ιθαγένεια, αλλά την αμεσότητα, την ευρηματικότητα, τις αθλητικές ικανότητες, την κοινωνικότητα. Δεν καταλαβαίνουν τους «λόγους δημοσίας τάξεως» (μεταμφιεσμένους σε «επιχειρούμενη ανάπλαση») που αποκόπτουν το Χασάν, όπως και τον Γιωργάκη, απ’ την τραμπάλα και τις κούνιες…
Πόσο επικίνδυνη, άραγε, μπορεί να είναι για τον πολίτη η ύπαρξη ενός παιχνιδότοπου σε μια πλατεία και πόσο προσκρούει στη λογική και στην ανθρωπιά μας μια τέτοια σημειολογία;
[Η άλλη όψη…]
Η Χ., είχε μαγαζί ακριβώς μπροστά στην παιδική χαρά. Το μετακίνησε, όμως, στον πλαϊνό δρόμο, για ν’ αποφύγει, όπως λέει, τα επεισόδια μεταναστών με το άγριο ξύλο. Η ίδια «δεν έχει πρόβλημα» με τους μετανάστες. Έμαθε, λέει, να συνυπάρχει μαζί τους. Οι γραμμές του προσώπου της, όμως, σκληραίνουν όταν διηγείται πώς έμεινε το παιδί της εκτός παιδικού σταθμού, επειδή ένα προσφυγόπουλο «του πήρε τη θέση». «Τώρα πρέπει να πληρώνω ιδιωτικό παιδικό σταθμό απ’ το υστέρημά μου, γιατί οι θέσεις είναι περιορισμένες στο δημόσιο, όπου πάνω απ’ τα μισά παιδιά είναι «ξένα». Ποιος θα μιλήσει, επιτέλους, για τα δικαιώματα των Ελλήνων;», ρωτά.
Μερικά μέτρα πιο κάτω, στην οδό Αλκιβιάδου, στον ίσκιο του μεγαλόπρεπου Αγίου της πλατείας, ξεσπούν την οργή τους με «μπλόκα» κι άγριους ξυλοδαρμούς κατά μεταναστών ακροδεξιές ομάδες που αυτοαναγορεύθηκαν σε «σωτήρες των κατοίκων και της Ελληνικότητας», ενώ στα σοβαρότατα εγκλήματα που διαπράττουν δίνουν το συμβολισμό της «σημαίας του έθνους».
Το αστυνομικό τμήμα, στα 50 μέτρα. Κανείς δεν παρεμβαίνει, παρόλο που απειλούνται ακόμα κι ανθρώπινες ζωές. Οι καταγγελίες των μεταναστών και των συλλόγων τους για απόπειρες ανθρωποκτονίας, για βαριές κι επικίνδυνες σωματικές βλάβες, εκβιασμούς, απειλές, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, παράνομη βία, εξυβρίσεις και λοιπά, όλα τελεσθέντα με την επιβαρυντική περίσταση του ρατσιστικού μίσους ως κινήτρου, συνήθως δεν καταγράφονται. Οι καταγγελίες κατά μεταναστών, αντίθετα, εξετάζονται ενδελεχώς.
Παράλληλα, μέσα στη θλιβερή αυτήν οικονομική συγκυρία, ο Έλληνας ξαναγίνεται μετανάστης. Στην κεντρική Ευρώπη, στην Αυστραλία, στην Κίνα, στην Ασία… Άλλωστε ο μετανάστης για μας αυτό σήμαινε: τον εξερχόμενο απ’ τη χώρα, τον ξενιτεμένο μας. Κι η λέξη μετανάστης έφερνε γλύκα και πίκρα μαζί, έφερνε συγκίνηση και «ζουμερές» ιστορίες σχεδόν κάθε οικογένειας. Ο Κώστας, ο Δημήτρης, ο Αντώνης που τράβηξαν για μια καλύτερη ζωή, για να προκόψουν έξω. Αυτοί που οι Αμερικάνοι αποκαλούσαν Greasy Greeks και τους συνέδεαν με τις πρώτες θέσεις στα δελτία εγκληματικότητας. Τον αντίστοιχο σ’ εμάς Ραχματουλάχ, τον σημερινό Μοχάμεντ. Αν το σκεφτείτε, δεν είχαμε λέξη για τον εισερχόμενο, μόνο «τουρίστα» τον λέγαμε και συνειρμικά μεταπηδούσαμε στο εισερχόμενο χρήμα, τις νέες ιδέες, το μοντέρνο τρόπο ζωής…
Γι’ αυτό ίσως επινοήσαμε στον όρο «λαθρομετανάστες».
Για να διαφοροποιήσουμε τους «ξένους» μετανάστες από μας, τους μετανάστες. Γι’ αυτούς που -χωρίς την άδειά μας- τόλμησαν να γλιστρήσουν λάθρα μες στη λέξη που φυλάγαμε στα σεντούκια μας.
Κοιτάζοντας τα παιδιά κρεμασμένα στα κάγκελα της έρημης παιδικής χαράς, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ:
Αν το τολμήσει κάποιος και τα κρυφοκοιτάξει όλ’ αυτά μέσα από το λουκέτο του παιχνιδιού, τι θ’ ανακαλύψει;
Ποιος είναι ο ξένος, άραγε;
Και πόσο μας προ(σ)καλεί να εντοπίσουμε τον ξένο μέσα μας;
Πόση και τι είδους δύναμη αποκτά ο αποκλεισμένος, μόνο και μόνο από την περιθωριοποίησή του;
Κοίταξα και στο τραπέζι μου. Ο καφές απ΄ την Κολομβία, η χαρτοπετσέτα απ’ την Κίνα, το φλυτζάνι από την Ταϊβάν, η ζάχαρη Eλληνική, το κουταλάκι απ’ τη Βουλγαρία, το κουλουράκι απ’ τα χεράκια της Ιρανής υπεύθυνης του μαγαζιού...
Σ’ έναν κόσμο -μ’ όλες του τις ανισότητες- όπου τα πάντα τείνουν να ενοποιηθούν, όποιος χτίζει τείχη κι επιμένει σ’ αυτά που χωρίζουν τους ανθρώπους δεν μπορεί παρά νομοτελειακά ν’ αστοχεί.
Τότε, μέσα στην Κυριακάτικη ησυχία ένοιωσα την πλατεία, τα παιδιά, τα μάτια των προσφύγων, το Δήμαρχο, το καφενείο, τις κούνιες, τους χρυσαυγίτες, την εκκλησία, το αστυνομικό τμήμα, την Κομισιόν, τον Αλβανό συγγραφέα, τις επιθέσεις, την τραμπάλα, τ’ ανθρώπινα δικαιώματα, τον παιδικό σταθμό, τη σημειολογία, την οικονομική κρίση, το λουκέτο κι ότι άλλο μ’ είχε απασχολήσει σοβαρά λίγο πριν να με αποκαλεί «μουσαφίρη» και να μου προσφέρει απλόχερα τη δροσερή –όσο και πρόσκαιρη- έντασή του.
ΣΗΜ: Η υπόθεση έφτασε μέχρι την Κομισιόν, με ερώτημα της Μαριλένα Κοππά, που στα τέλη του 2009 σημείωνε πως «Στην Ελλάδα του 2010, η φυλετική καταγωγή, η εθνικότητα, αποτελούν σοβαρή αιτία απαγόρευσης της διασκέδασης της παιδικής ψυχής»
Οι φωτογραφίες είναι της Ιωάννας Κούνδουρου
Κυριακή μεσημέρι στην πλατεία του Άγιου Παντελεήμονα.
Είχα ακούσει για τη σφράγιση της παιδικής χαράς, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο αποκαρδιωτική θα ήταν η όψη της, σ’ αυτήν τη θλιβερή πρώτη επέτειο: πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος από τα ρατσιστικά επεισόδια που την οδήγησαν στο επίσημο δημοτικό «λουκέτο».
Άλλοτε καλωσόριζε τα γέλια και τα παιχνίδια, αλλά με τη μεγάλη εισροή μεταναστών και προσφύγων στη γειτονιά, έγινε σημείο τριβής των γονέων και των «ομάδων κατοίκων» (;) που περιφρουρούν την ελληνικότητα ακόμα και στο παιχνίδι. Σήμερα, έμεινε ελεύθερη μόνο στο βλέμμα τον παιδιών που, σκαρφαλωμένα στα κάγκελα που τη θωρακίζουν, την χαζεύουν απ’ έξω. Ένα «μη» μέσα στο χώρο.
Με τέτοιες εκδηλώσεις μίσους, όμως, και με τέτοιους χειρισμούς των προβλημάτων από την πολιτεία, χάνουν την ευκαιρία και τα ελληνόπουλα να παίξουν στους λιγοστούς ελεύθερους δημόσιους χώρους που απέμειναν στο κέντρο. Εκείνα δεν καταλαβαίνουν τα «παιχνίδια των μεγάλων». Θέλουν απλώς να παίξουν και δεν επιλέγουν παρτενέρ με κριτήριο την ιθαγένεια, αλλά την αμεσότητα, την ευρηματικότητα, τις αθλητικές ικανότητες, την κοινωνικότητα. Δεν καταλαβαίνουν τους «λόγους δημοσίας τάξεως» (μεταμφιεσμένους σε «επιχειρούμενη ανάπλαση») που αποκόπτουν το Χασάν, όπως και τον Γιωργάκη, απ’ την τραμπάλα και τις κούνιες…
Πόσο επικίνδυνη, άραγε, μπορεί να είναι για τον πολίτη η ύπαρξη ενός παιχνιδότοπου σε μια πλατεία και πόσο προσκρούει στη λογική και στην ανθρωπιά μας μια τέτοια σημειολογία;
[Η άλλη όψη…]
Η Χ., είχε μαγαζί ακριβώς μπροστά στην παιδική χαρά. Το μετακίνησε, όμως, στον πλαϊνό δρόμο, για ν’ αποφύγει, όπως λέει, τα επεισόδια μεταναστών με το άγριο ξύλο. Η ίδια «δεν έχει πρόβλημα» με τους μετανάστες. Έμαθε, λέει, να συνυπάρχει μαζί τους. Οι γραμμές του προσώπου της, όμως, σκληραίνουν όταν διηγείται πώς έμεινε το παιδί της εκτός παιδικού σταθμού, επειδή ένα προσφυγόπουλο «του πήρε τη θέση». «Τώρα πρέπει να πληρώνω ιδιωτικό παιδικό σταθμό απ’ το υστέρημά μου, γιατί οι θέσεις είναι περιορισμένες στο δημόσιο, όπου πάνω απ’ τα μισά παιδιά είναι «ξένα». Ποιος θα μιλήσει, επιτέλους, για τα δικαιώματα των Ελλήνων;», ρωτά.
Μερικά μέτρα πιο κάτω, στην οδό Αλκιβιάδου, στον ίσκιο του μεγαλόπρεπου Αγίου της πλατείας, ξεσπούν την οργή τους με «μπλόκα» κι άγριους ξυλοδαρμούς κατά μεταναστών ακροδεξιές ομάδες που αυτοαναγορεύθηκαν σε «σωτήρες των κατοίκων και της Ελληνικότητας», ενώ στα σοβαρότατα εγκλήματα που διαπράττουν δίνουν το συμβολισμό της «σημαίας του έθνους».
Το αστυνομικό τμήμα, στα 50 μέτρα. Κανείς δεν παρεμβαίνει, παρόλο που απειλούνται ακόμα κι ανθρώπινες ζωές. Οι καταγγελίες των μεταναστών και των συλλόγων τους για απόπειρες ανθρωποκτονίας, για βαριές κι επικίνδυνες σωματικές βλάβες, εκβιασμούς, απειλές, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, παράνομη βία, εξυβρίσεις και λοιπά, όλα τελεσθέντα με την επιβαρυντική περίσταση του ρατσιστικού μίσους ως κινήτρου, συνήθως δεν καταγράφονται. Οι καταγγελίες κατά μεταναστών, αντίθετα, εξετάζονται ενδελεχώς.
Παράλληλα, μέσα στη θλιβερή αυτήν οικονομική συγκυρία, ο Έλληνας ξαναγίνεται μετανάστης. Στην κεντρική Ευρώπη, στην Αυστραλία, στην Κίνα, στην Ασία… Άλλωστε ο μετανάστης για μας αυτό σήμαινε: τον εξερχόμενο απ’ τη χώρα, τον ξενιτεμένο μας. Κι η λέξη μετανάστης έφερνε γλύκα και πίκρα μαζί, έφερνε συγκίνηση και «ζουμερές» ιστορίες σχεδόν κάθε οικογένειας. Ο Κώστας, ο Δημήτρης, ο Αντώνης που τράβηξαν για μια καλύτερη ζωή, για να προκόψουν έξω. Αυτοί που οι Αμερικάνοι αποκαλούσαν Greasy Greeks και τους συνέδεαν με τις πρώτες θέσεις στα δελτία εγκληματικότητας. Τον αντίστοιχο σ’ εμάς Ραχματουλάχ, τον σημερινό Μοχάμεντ. Αν το σκεφτείτε, δεν είχαμε λέξη για τον εισερχόμενο, μόνο «τουρίστα» τον λέγαμε και συνειρμικά μεταπηδούσαμε στο εισερχόμενο χρήμα, τις νέες ιδέες, το μοντέρνο τρόπο ζωής…
Γι’ αυτό ίσως επινοήσαμε στον όρο «λαθρομετανάστες».
Για να διαφοροποιήσουμε τους «ξένους» μετανάστες από μας, τους μετανάστες. Γι’ αυτούς που -χωρίς την άδειά μας- τόλμησαν να γλιστρήσουν λάθρα μες στη λέξη που φυλάγαμε στα σεντούκια μας.
Κοιτάζοντας τα παιδιά κρεμασμένα στα κάγκελα της έρημης παιδικής χαράς, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ:
Αν το τολμήσει κάποιος και τα κρυφοκοιτάξει όλ’ αυτά μέσα από το λουκέτο του παιχνιδιού, τι θ’ ανακαλύψει;
Ποιος είναι ο ξένος, άραγε;
Και πόσο μας προ(σ)καλεί να εντοπίσουμε τον ξένο μέσα μας;
Πόση και τι είδους δύναμη αποκτά ο αποκλεισμένος, μόνο και μόνο από την περιθωριοποίησή του;
Κοίταξα και στο τραπέζι μου. Ο καφές απ΄ την Κολομβία, η χαρτοπετσέτα απ’ την Κίνα, το φλυτζάνι από την Ταϊβάν, η ζάχαρη Eλληνική, το κουταλάκι απ’ τη Βουλγαρία, το κουλουράκι απ’ τα χεράκια της Ιρανής υπεύθυνης του μαγαζιού...
Σ’ έναν κόσμο -μ’ όλες του τις ανισότητες- όπου τα πάντα τείνουν να ενοποιηθούν, όποιος χτίζει τείχη κι επιμένει σ’ αυτά που χωρίζουν τους ανθρώπους δεν μπορεί παρά νομοτελειακά ν’ αστοχεί.
Τότε, μέσα στην Κυριακάτικη ησυχία ένοιωσα την πλατεία, τα παιδιά, τα μάτια των προσφύγων, το Δήμαρχο, το καφενείο, τις κούνιες, τους χρυσαυγίτες, την εκκλησία, το αστυνομικό τμήμα, την Κομισιόν, τον Αλβανό συγγραφέα, τις επιθέσεις, την τραμπάλα, τ’ ανθρώπινα δικαιώματα, τον παιδικό σταθμό, τη σημειολογία, την οικονομική κρίση, το λουκέτο κι ότι άλλο μ’ είχε απασχολήσει σοβαρά λίγο πριν να με αποκαλεί «μουσαφίρη» και να μου προσφέρει απλόχερα τη δροσερή –όσο και πρόσκαιρη- έντασή του.
ΣΗΜ: Η υπόθεση έφτασε μέχρι την Κομισιόν, με ερώτημα της Μαριλένα Κοππά, που στα τέλη του 2009 σημείωνε πως «Στην Ελλάδα του 2010, η φυλετική καταγωγή, η εθνικότητα, αποτελούν σοβαρή αιτία απαγόρευσης της διασκέδασης της παιδικής ψυχής»
Οι φωτογραφίες είναι της Ιωάννας Κούνδουρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου