Της Βάσως Αρτινοπούλου
Λίγες ημέρες πριν, όταν συζητήθηκε και ψηφίστηκε από το Θερινό Τμήμα της Βουλής των Ελλήνων η τροπολογία για τη λαθρομετανάστευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης που εξέφρασαν αντιρρήσεις ή/και επιφυλακτικότητα στην τροπολογία ότι «...μας αφήνουν αδιάφορους οι φωνές», εμμένοντας στην αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να λύσει το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης. Ασφαλώς το ζήτημα της παράτυπης μετανάστευσης για τη χώρα δεν είναι ούτε καινοφανές ούτε ήσσονος σημασίας. Αντίθετα, μετρά δύο τουλάχιστον δεκαετίες έντονης παρουσίας και οι επιπτώσεις του κορυφώνονται πρόσφατα μέσα από την γκετοποίηση των μεταναστών, τον φόβο του εγκλήματος, τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και τον κοινωνικό έλεγχο. Τα κόμματα, η εκτελεστική εξουσία, ο Τύπος, οι φορείς και οι πολίτες αρθρώνουν λόγο, καταθέτουν προτάσεις και ανταλλάσσουν απόψεις ποικίλου φάσματος: από ορθολογικές, ανθρωπιστικές, κοινωνικές έως ακραίες και ρατσιστικές. Η κυβέρνηση καθυστέρησε και ολιγώρησε στη διαχείριση και την αντιμετώπιση του ζητήματος. Η πενταετής μεταναστευτική πολιτική δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Μετά τις ευρωεκλογές και με την απήχηση του «τιμωρητικού λαϊκισμού» που είχαν οι θέσεις του ΛΑΟΣ στους πολίτες, η κυβέρνηση άνοιξε με σπουδή την ατζέντα σε εθνικό επίπεδο για τη λαθρομετανάστευση.
Για μία ακόμα φορά η απάντηση ήρθε μέσα από τη νομοθετική οδό. Αύξηση των ποινών για τους λαθρομετανάστες, επιμήκυνση του χρόνου κράτησης σε 12 μήνες και δυνατότητα απέλασης με κριτήριο την άσκηση ποινικής δίωξης για αδίκημα που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του όρου «επικίνδυνος» αλλοδαπός για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια προσδίδει το ιδεολογικό στίγμα των μέτρων και συγκροτεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα κεκτημένα του νομικού μας πολιτισμού αίρονται- αν όχι καταργούνται. Στο κλίμα αυτής της βεβιασμένης πολιτικής αντίδρασης, το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου καταργείται, αφού με μοναδικό κριτήριο την άσκηση ποινικής δίωξης ο αλλοδαπός απελαύνεται, χωρίς να αποφανθεί η Δικαιοσύνη περί ενοχής ή όχι, μέσα από τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης. Ξαφνικά, οι αντιδράσεις των θεσμικών φορέων που εκφράζουν είτε τις διαφωνίες είτε τις επιφυλάξεις τους για παρόμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις μετατρέπονται σε «φωνές» για τις οποίες η κυβέρνηση αδιαφορεί.
Τέτοιες φωνές είναι η Συντονιστική Επιτροπή των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, το Γραφείο Ελλάδας της Διεθνούς Αμνηστίας, η Ελληνική Δράση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και φυσικά πολίτες. Είναι οι θεσμικές φωνές που απλώς εκφράζουν τη διαφωνία τους σε μια σειρά μέτρων που αφορούν την παράτυπη μετανάστευση και την εγκληματικότητα (κουκουλοφόροι, νομιμοποίηση της ευρύτατης χρήσης καμερών παρακολούθησης κ.ά.). Οι επιφυλάξεις τους αφορούν τη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων, ρητή έτσι κι αλλιώς επιταγή του εθνικού και υπερεθνικού δικαίου. Υπό το κράτος όμως της απειλής (;) της λαθρομετανάστευσης, αυτές οι φωνές εκλαμβάνονται από τους υποστηρικτές των μέτρων ως απειλητικές, στον βαθμό που υποσκάπτουν ή υπονομεύουν την κυβερνητική βούληση και προθυμία να λύσει το πρόβλημα και προβάλλονται ως εμπόδια στην υλοποίηση της «αποτελεσματικής» πολιτικής τους. Σε μια παραλλαγή του δόγματος Μπους, αυτές οι φωνές στιγματίζονται ως ακραίες, γραφικές, εξωπραγματικές, αφού δεν αντιλαμβάνονται ούτε τον κίνδυνο της λαθρομετανάστευσης, ούτε κατ΄ επέκταση την κοινωνική και πολιτική επιταγή της αναγκαστικής παρέμβασης για τη λύση του προβλήματος.
Η διαδρομή των πολιτικών αντιδράσεων στη χώρα μας για την παράτυπη μετανάστευση δεν είχε ούτε σχεδιασμό ούτε προσανατολισμό. Εκ των υστέρων, σήμερα επιχειρείται η καταστολή της, μέσα από αμφιλεγόμενα μέτρα και πολιτικές. Οι στάσεις τιμωρητικότητας και ξενοφοβίας των πολιτών δεν αναπτύχθηκαν in vacuum, αλλά αντίθετα μέσα από κλασικούς- ιδεολογικούς κυρίως- μηχανισμούς, τους οποίους γνωρίζουμε από την κοινωνική θεωρία και την έρευνα. Όπως επίσης γνωρίζουμε ότι παρόμοιες πολιτικές, αν και προβάλλονται ως αποτελεσματικές, άμεσες, χρήσιμες και αποφασιστικές, ωστόσο στην πράξη αποδεικνύονται επικίνδυνες και αλυσιτελείς.
Η Βάσω Αρτινοπούλου είναι αν. καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου