Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΛΕΙΑΔΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ, 21/11/2017

Την 20.11.2017 πραγματοποιήθηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών συνέντευξη τύπου, κατά την οποία ανακοινώθηκε από την Ελληνική Δράση για τα ανθρώπινα Δικαιώματα - "Πλειάδες" πρόταση νόμου για την προστασία των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρόταση υιοθέτησης ειδικών διατάξεων για την προστασία των δικηγόρων.
Η πρόταση παρουσιάστηκε από την πρόεδρο των Πλειάδων, κ. Ηλέκτρα – Λήδα Κούτρα, η οποία συντόνισε και τη συζήτηση, ενώ εισηγήσεις έγιναν και από την κ.Τίνα Σταυρινάκη, συντονίστρια του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, τον κ.Βασίλη Παπαδόπουλο, επικεφαλής του νομικού τμήματος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) και τον κ.Μιχάλη Λώλη, εκπρόσωπο της Δράσης Αστυνομικών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και μέλους για την Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΟΑΤ Αστυνομικών.
Το προταθέν σχέδιο προετοιμάστηκε από την International Service for Human Rights, κατόπιν πολυετών διαβουλεύσεων με υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλον τον κόσμο, μελέτης πληθώρας δικαιοδοσιών και χωρών, και έχει εγκριθεί από 27 υψηλού επιπέδου εμπειρογνώμονες (ΟΗΕ). Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τις Πλειάδες και προσαρμόστηκε στοιχειωδώς στα Ελληνικά δεδομένα, ώστε να αποτελέσει εφαλτήριο συζήτησης μεταξύ φορέων, κοινωνίας των πολιτών και κυβέρνησης, και δράσεων προς διεκδίκηση προστατευτικής νομοθεσίας, ανοίγοντας δυναμικά τον διάλογο πάνω στο ζήτημα της ολοένα και αυξανόμενης θυματοποίησης των υπερασπιστών (δικηγόρων, δημοσιογράφων, κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων, ακτιβιστών, ομάδων διεκδίκησης κοινωνικής αλλαγής, με νομική προσωπικότητα ή όχι, online και offline.
Η διεθνής κοινότητα γενικότερα έχει από το 1998 επιφυλάξει ειδική προστασία προς τους υπερασπιστές όλου του κόσμου, οι οποίοι υφίστανται απειλές, παρενοχλήσεις και εμπόδια κατά την υλοποίηση του δύσκολου έργου της προστασίας και προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αναγνωρίζοντας ωστόσο, ότι η ειδική προστασία που παρέχει προς αυτά τα πρόσωπα ο ΟΗΕ μέσω της σχετικής Διακήρυξης για τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν έχει λάβει τη μορφή της σύμβασης και άρα δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, κρίθηκε απολύτως αναγκαία –τόσο κεντρικά, όσο και, ήδη, σε πληθώρα κρατών- η υιοθέτηση σε επίπεδο εθνικού νόμου ενός σαφούς και δεσμευτικού πλαισίου, από το οποίο να προκύπτει ποιος προστατεύεται υπό την ιδιότητα του υπερασπιστή, με ποιον μηχανισμό, αλλά και τι ποινές και κυρώσεις θα υφίσταται ο δράστης της παραβίασής των προστατευόμενων δικαιωμάτων. Άλλωστε, η επικύρωση της σχετικής Διακήρυξης από τα κράτη είχε ως στόχο ακριβώς αυτό: την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο των αρχών της.
Ακολουθώντας τον Ορισμό του ΟΗΕ, το σχέδιο νόμου ορίζει ότι υπερασπιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι κάθε πρόσωπο, το οποίο ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους ενεργεί για την προαγωγή και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην ευρεία αυτήν κατηγορία μπορούν να περιλαμβάνονται όχι μόνο δικηγόροι, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές ή δικαστικοί εκπρόσωποι, αλλά ακόμα και αυτόχθονες που υπερασπίζονται τη γη τους, μάγειρες που παρέχουν φαγητό σε πρόσφυγες ακόμα και ολόκληρες κοινότητες, όπως για παράδειγμα αυτή η πολυπολιτισμική της Λέσβου κατά τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί αποκλειστικά η δράση τους για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εν γένει. Στην συνέχεια της προγραμματισμένης συνέντευξης, έγινε ειδικότερη μνεία στους λόγους, για τους οποίους οι υπερασπιστές δεν πρέπει να αρκούνται στην προστασία που τους παρέχουν τα γενικότερα άρθρα τόσο των σημαντικότερων διεθνών νομικών κειμένων, όσο και των εθνικών, για τον λόγο ότι αυτά δεν μπορούν να καλύψουν την απαξία των παραβιάσεων που υφίστανται τα άτομα και οι ομάδες που αντιμετωπίζουν ένα εξαιρετικά μεγαλύτερο βαθμό διακινδύνευσης κατά την υπεράσπιση μιας ιδέας ή  κατά την εκπροσώπησης μιας ολόκληρής κοινότητας και επομένως δεν προνοεί για τον ειδικό ρόλο τους στην εδραίωση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου μέσα από την ενεργό δράση τους.
Δε θα μπορούσε να μη τεθεί, στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της προστασίας των δικηγόρων, εν όψει και των πρόσφατων παραβιάσεων που έχουν σημειωθεί εναντίον τους, οι οποίοι εκτός από την Διακήρυξη προστατεύονται και από τις Βασικές Αρχές του ΟΗΕ για τον Ρόλο των Δικηγόρων. Σημειώθηκε μάλιστα ότι οι δικηγόροι, ακόμα κι όταν δεν προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα με την στενή έννοια του όρου, αποτελούν υπερασπιστές, καθώς υπερασπίζονται το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη όλων των πολιτών. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι συχνά οι δικηγόροι ταυτίζονται με τα πρόσωπα, τα οποία καλούνται να εκπροσωπήσουν, με αποτέλεσμα να θυματοποιούνται, να εκφοβίζονται, να «λυντσάρονται», έως και να δολοφονούνται για το λόγο αυτό.
Στο σημείο αυτό, πήρε το λόγο η παρευρισκόμενη στο κοινό δικηγόρος κ.Αγγελική Μητροπούλου, από το συνδυασμό του Υποψηφίου Προέδρου Δ.Σ.Α. Δημήτρη Βερβεσού, υποψήφια και η ίδια για ανάδειξη στο ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, η οποία αναγνώρισε την κρισιμότητα του ζητήματος και δεσμεύτηκε, εκ μέρους του υποψήφιου προέδρου, να ιδρυθεί ειδική επιτροπή στο πλαίσιο του ΔΣΑ, με αρμοδιότητα την υποστήριξη των δικηγόρων που διώκονται, προπηλακίζονται λόγω της ιδιότητας τους ή με οποιονδήποτε τρόπο παρακωλύεται το έργο τους, προκειμένου να αισθάνονται και να είναι προστατευμένοι. Κατόπιν πήρε το λόγο η παρευρισκόμενη στο κοινό δικηγόρος κ.Χρυσούλα Μαρινάκη, από το συνδυασμό του Υποψηφίου Προέδρου Δ.Σ.Α. Παναγιώτη Περράκη, υποψήφια και η ίδια για ανάδειξη στο ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και Πρόεδρος της Ε.Α.Ν.Δ.Α., η οποία αναγνώρισε ως κομβικό το ζήτημα της διαφύλαξης του κύρους και της αξιοπρέπειας των δικηγόρων, το οποίο βάλλεται καθημερινά, και επιφυλάχθηκε να επανέλθει ο συνδυασμός με στοχευμένες προτάσεις επί του ζητήματος. Ο κ.Περράκης δήλωσε με έγγραφο ότι υποστηρίζει το εγχείρημα για την άσκηση πίεσης στην Πολιτεία προς υιοθέτηση Νόμου για την προστασία των υπερασπιστών.
Κατόπιν από εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, επισημάνθηκε η γενικότερη ολιγωρία και βραδυπορία των κρατικών αρχών να προχωρήσουν σε επικύρωση σημαντικών συμβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θέσπιση σχετικής νομοθεσίας, αλλά και η διστακτικότητα των εθνικών δικαστικών αρχών να εφαρμόσουν τις διεθνείς δεσμεύσεις τους, όπως αυτές απορρέουν από την ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα ως προς τα δικαιώματα των δικηγόρων.

Συνολικά, έγινε παραδεκτό ότι εάν επιθυμούμε μία κοινωνία, η οποία να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, πρέπει να αναγνωρίσουμε και προστατέψουμε όσους δρουν για την υλοποίησή τους, προκειμένου να μην σταματήσουν να το κάνουν.

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Πρόταση Νόμου για την Αναγνώριση και Προστασία των Υπερασπιστών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων & Ειδικές Διατάξεις για την Προστασία των Δικηγόρων

Πρότυπος νόμος για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ ΝΟΜΟΥ
Σκοπός του Πρότυπου Νόμου είναι να παράσχει καθοδήγηση και υποστήριξη στα κράτη, εν προκειμένω το Ελληνικό κράτος, αλλά και σε διάφορυς φορείς, προκειμένου να διασφαλίσουν σε εθνικό επίπεδο την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή της «Διακήρυξης για το δικαίωμα και την ευθύνη των ατόμων και κοινωνικών ομάδων και φορέων για την προώθηση και προάσπιση των διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (στο εξής: Διακήρυξη του ΟΗΕ).
Η νομική αναγνώριση και προστασία των υπερασπιστών συμβάλλει καθοριστικά στη δυνατότητα να εργάζονται εντός ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού περιβάλλοντος, χωρίς επιθέσεις, αντίποινα και παράλογους περιορισμούς. Η νομική αναγνώριση και προστασία των υπερασπιστών συμβάλλει επίσης στον γενικότερο σκοπό της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προώθησης της δημοκρατίας, της χρηστής διακυβέρνησης, της βιώσιμης ανάπτυξης και του σεβασμού του κράτους δικαίου. Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπηρετούν και προωθούν τα συμφέροντα των φορέων των δικαιωμάτων, των θυμάτων παραβάσεων και συνολικά της κοινωνίας.
Τα κράτη είναι αυτά που φέρουν την κύρια ευθύνη να εξασφαλίζουν στους υπερασπιστές τη δυνατότητα να εργάζονται ελεύθεροι σε ένα ασφαλές και ευνοϊκό περιβάλλον. Κατά τα τελευταία έτη ένα ευρύ φάσμα εμπειρογνωμόνων και μηχανισμών των Ηνωμένων Εθνών – οι Ειδικές Διαδικασίες, τα όργανα που έχουν συσταθεί δυνάμει των Συνθηκών του ΟΗΕ, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα – μαζί με εθνικούς φορείς που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και εμπειρογνώμονες, καλούν τα κράτη να υιοθετήσουν και εφαρμόζουν νομοθεσία που εγγυάται ρητώς τα δικαιώματα της Διακήρυξης και να προβούν στην αναθεώρηση και την τροποποίηση νόμων που περιορίζουν, στιγματίζουν ή ποινικοποιούν το έργο των υπερασπιστών.
Παρά ταύτα, λίγα είναι τα κράτη που έχουν ενσωματώσει πλήρως τη Διακήρυξη στο εθνικό τους δίκαιο και πολλά κράτη εξακολουθούν να εφαρμόζουν νόμους που περιορίζουν την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, δικαιωμάτων που είναι αναγκαία προκειμένου οι υπερασπιστές να μπορούν να ασκούν το νόμιμο έργο τους. Στις χώρες στις οποίες έχουν θεσπιστεί ειδικοί νόμοι ή πολιτικές για την προστασία των υπερασπιστών, η έλλειψη πόρων ή πολιτικής βούλησης εμποδίζουν την αποτελεσματική τους εφαρμογή.
Στο πλαίσιο αυτό, ο παρών Πρότυπος Νόμος υπηρετεί τρεις βασικούς στόχους:
α. να προσφέρει βοήθεια και τεχνική καθοδήγηση στα κράτη, για την επεξεργασία νομοθεσίας, πολιτικών και θεσμών σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να υποστηριχθεί το έργο των υπερασπιστών και να προστατευθούν από αντίποινα και επιθέσεις·
β. να παράσχει ένα εργαλείο στους υπερασπιστές που διεκδικούν ισχυρότερη νομική αναγνώριση και προστασία του σημαντικού τους έργου και
γ. να παράσχει στα κράτη και στους υπερασπιστές ένα εργαλείο που επιτρέπει να μετρηθεί και να αξιολογηθεί η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων νόμων και πολιτικών.

Διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη σύνταξη του Πρότυπου Νόμου
Ο πρότυπος νόμος έχει εγκριθεί από 27 εμπειρογνώμονες υψηλού επιπέδου. Προετοιμάστηκε από την International Service for Human Rights σε διάστημα τριών ετών, κατά το οποίο ελήφθησαν υπόψη τα εξής:
α. συγκριτική νομική έρευνα για τον εντοπισμό καλών πρακτικών και περιοριστικών πρακτικών στον τομέα της αναγνώρισης και της προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε 40 περίπου έννομες τάξεις από όλες τις περιοχές του πλανήτη· [14]
β. προσωπικές συνεντεύξεις με περισσότερους από 500 υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από περισσότερα από 110 κράτη από όλες τις περιοχές, υποπεριοχές και νομικές παραδόσεις· [15]
γ. αποστολή παρακολούθησης και συγκριτική ανασκόπηση βιβλιογραφίας [16] και
δ. εκτεταμένη συμβολή υψηλού επιπέδου εμπειρογνωμόνων και νομικών κατά τη σύνταξη του Πρότυπου Νόμου, στην οποία περιλαμβάνεται διήμερη συνάντηση για την οριστικοποίηση του σχεδίου. [17]
Για την προετοιμασία του Πρότυπου Νόμου παρασχέθηκε, pro bono, η ουσιαστική συνδρομή του γραφείου Freshfields Bruckhaus Deringer.

Πώς πρέπει να χρησιμοποιηθεί ο παρών Πρότυπος Νόμος
Τα Σχόλια επί του Πρότυπου Νόμου προορίζονται να χρησιμεύσουν ως βοήθημα για τους νομοθέτες και τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη σύνταξη της νομοθεσίας για την αναγνώριση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν προορίζονται να αποτελέσουν τμήμα της νομοθεσίας αυτής.
Ο παρών Πρότυπος Νόμος προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από ποικίλους χρήστες με ποικίλους τρόπους:
α. από τους νομοθέτες και τους φορείς χάραξης πολιτικής, ως πηγή τεχνικής συνδρομής για την επεξεργασία εθνικής νομοθεσίας για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή για την αναθεώρηση του εύρους και της αποτελεσματικότητας της υφιστάμενης νομοθεσίας και
β. από τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από λοιπούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών κατά την επεξεργασία προτάσεων για μια εθνική νομοθεσία για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως εργαλείο ελέγχου και λογοδοσίας στο πλαίσιο της ανάπτυξης και της αξιολόγησης τέτοιων νόμων και πολιτικών.
Ο παρών Πρότυπος Νόμος σκοπεί να είναι ο πληρέστερος δυνατός, αναγνωρίζοντας συγχρόνως ότι θα απαιτηθεί προσαρμογή στο εθνικό περιβάλλον καθώς και στο εθνικό νομικό και συνταγματικό πλαίσιο.
Οι ουσιαστικές διατάξεις του Πρότυπου Νόμου σκοπούν να παράσχουν, κατ’ ελάχιστον, μία βασική γραμμή αναφοράς και να δώσουν πλήρη ισχύ και αποτελεσματικότητα στις αντίστοιχες διατάξεις της Διακήρυξης του ΟΗΕ. Έχουν ενσωματωθεί ή προταθεί βάσει καλών πρακτικών διάφορες διατάξεις που βαίνουν, ενδεχομένως πέραν των υποχρεώσεων ή των προτύπων που προβλέπονται στη Διακήρυξη του ΟΗΕ ή σε άλλα διεθνή κείμενα.
Ο Πρότυπος Νόμος μπορεί να υιοθετηθεί με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με το νομικό πλαίσιο και την παράδοση κάθε κράτους, ενδεχομένως και με συνδυασμό νομοθεσίας και κανονιστικών πράξεων ή νομοθεσίας και προεδρικού ή εκτελεστικού διατάγματος ή νομοθεσίας και πολιτικής.
Έχει ιδιαίτερη σημασία κάθε εθνικός νόμος για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να προετοιμάζεται και να εφαρμόζεται σε στενή συνεργασία με τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με λοιπούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών, να λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου και να επιδεικνύει ευαισθησία ως προς την ιδιαίτερη κατάσταση και τις ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας των γυναικών υπερασπισττριών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των λοιπών ομάδων και κατηγοριών υπερασπιστών που διατρέχουν κίνδυνο.
Έχει επίσης μεγάλη σημασία κάθε νόμος για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να έχει πολιτική στήριξη σε υψηλό επίπεδο και να συνοδεύεται από επαρκείς πόρους για την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του.
Το συνολικό πλαίσιο για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Επιβάλλεται η επισήμανση ότι ένας ειδικός νόμος για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στηριζόμενος στον παρόντα Πρότυπο Νόμο αποτελεί αναγκαίο αλλά όχι αφ’ εαυτού επαρκές στοιχείο του πλαισίου για ένα σταθερό και υποστηρικτικό περιβάλλον για τους υπερασπιστές. Οι υπερασπιστές με τους οποίους έγινε διαβούλευση στο πλαίσιο του παρόντος Πρότυπου Νόμου συμφώνησαν με την ανάγκη ύπαρξης ειδικών νόμων για την προστασία τους, συγχρόνως υπογράμμισαν όμως την ανάγκη να ελεγχθούν και να τροποποιηθούν νόμοι και πολιτικές που περιορίζουν το έργο τους. Επίσης, παρότι θεωρήθηκε απαραίτητη η ύπαρξη νόμου για την προστασία των υπερασπιστών, οι υπερασπιστές στις συνεντεύξεις τους υποστήριξαν ότι προϋπόθεση για να μπορέσει ένας τέτοιος νόμος να εγγυηθεί ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον για τη δουλειά τους είναι αυτός να συμπληρωθεί και να ενισχυθεί από διάφορα άλλα μέτρα. Τα βασικά στοιχεία που απαιτούνται για να μπορούν οι υπερασπιστές να λειτουργούν εντός ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού περιβάλλοντος εκτίθενται στην Έκθεση του Δεκεμβρίου του 2013 που συνέταξε η πρώην Ειδική Εισηγήτρια για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Margaret Sekaggya,[18] και περιλαμβάνουν τα εξής:
α. ευνοϊκό νομικό, θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον·
β. μάχη κατά της ατιμωρησίας και πρόσβαση στη δικαιοσύνη για παραβάσεις σε βάρος των υπερασπιστών·
γ. ισχυροί, ανεξάρτητοι και αποτελεσματικοί εθνικοί θεσμοί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
δ. αποτελεσματικές πολιτικές και μηχανισμοί προστασίας, περιλαμβανομένης της δημόσιας στήριξης του έργου των υπερασπιστών·
ε. ειδική μέριμνα όσον αφορά τους κινδύνους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες υπερασπίστριες και όσοι ασχολούνται με τα δικαιώματα των γυναικών και ζητήματα φύλου·
στ. σεβασμός και στήριξη του έργου των υπερασπιστών εκ μέρους μη κρατικών φορέων·
ζ. ασφαλής και ανοιχτή πρόσβαση των Ηνωμένων Εθνών και των διεθνών οργάνων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και
η. ισχυρή, δυναμική και ποικιλόμορφη κοινότητα των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΜΕΡΟΣ Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Σκοποί
Οι σκοποί αυτού του Νόμου είναι:
(α) να αναγνωρίζει, να σέβεται, να προστατεύει, να προάγει και να εκπληρώνει το δικαίωμα όλων, ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, να προωθούν και να επιδιώκουν την προστασία και την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο,
(β) να επιβεβαιώνει, να προωθεί και να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες στην Ελλάδα,
(γ) να επιβεβαιώσει τη δέσμευση της Ελλάδας για την αποτελεσματική εφαρμογή της δήλωσης της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το δικαίωμα και την ευθύνη των ατόμων, ομάδων και οργάνων της κοινωνίας για την προαγωγή και προστασία των παγκοσμίως αναγνωρισμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, και
(δ) να επιβεβαιώσει τη δέσμευση της Ελλάδας για την αποτελεσματική εφαρμογή των [σχετικών περιφερειακών μέσων και εγγράφων για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εν προκειμένω συμπεριλαμβάνουν ήπιο Δίκαιο σε επίπεδο Ε.Ε., αλλά και, ειδικά για τους Δικηγόρους, τις Γενικές Αρχές για το Ρόλο των Δικηγόρων, όπως αναγνωρίστηκαν από τον Ο.Η.Ε. το 1990 στην Αβάνα της Κούβας].
Σχολιασμός
Τα εδάφια (α) και (γ) προσαρμόζονται από τη δήλωση των σκοών που περιέχεται στη Πράξη Νόμου των Δικαιωμάτων της Ζηλανδίας το 1990.
Το εδάφιο (β) προσαρμόζεται από το Άρθρο 1 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών:
Ο καθένας έχει το δικαίωμα μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να προωθήσει και να επιδιώξει την προστασία και την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Τα σχετικά περιφερειακά μέσα και έγγραφα στην αφρικανική περιφέρεια περιλαμβάνουν τη Διακήρυξη του Κιγκάλι, που υιοθετήθηκε από τα Εθνικά Ιδρύματα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και μέλη του Φόρουμ Κοινοπολιτείας των Εθνικών Ιδρυμάτων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης εργασίας σχετικά με την επιτακτική ανάγκη πρόληψης και εξάλειψης των παιδικών, πρώϊμων και εξαναγκασμένων γάμων, στις 5-6 Μαΐου 2015 στο Κιγκάλι της Ρουάντα, τον Αφρικανικό Χάρτη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και των Λαών, το Ψήφισμα 69 σχετικά με την Προστασία των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Στην Αφρική το οποίο υιοθετήθηκε κατά την 35η Τακτική Σύνοδο της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δικαιώματα των Λαών της Αφρικής που διεξήχθη που έλαβε μέρος από τις 21 Μαΐου έως τις 4 Ιουνίου 2004, στο Banjul της Γκάμπια, η Διακήρυξη και το Σχέδιο Δράσης του Grand Bay (Μαυρίκιος), 1999.
Τα σχετικά περιφερειακά μέσα και έγγραφα στην αμερικανική περιφέρεια περιλαμβάνονται στην Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Οι Εκθέσεις της Δι-αμερικανικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα με τίτλο: "Ποινικοποίηση των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων" (2015), την "Έκθεση για την Κατάσταση των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Αμερική" (2012) και "Οι Αυτόχθονες Πληθυσμοί, οι Κοινότητες Αφρικανικής Καταγωγής, οι Εξορυκτικές Βιομηχανίες" (2015), θα μπορούσε να συμπεριληφθεί επίσης, καθώς και η απόφαση του Δι-αμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Υπερασπιστής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων et al. κατά Γουατεμάλας (28 Αυγούστου 2014).


Άρθρο 2
Ορισμός του υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ο "υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων" νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο, ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, ενεργεί ή επιδιώκει να ενεργήσει για την προαγωγή, προστασία ή προσπάθεια προστασίας και υλοποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Σχολιασμός
Το Άρθρο αυτό αντικατοπτρίζει τον ορισμό του «υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που χρησιμοποιείται από το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Δελτίο αριθ. 29, Υπερασπιστές των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Προστατεύοντας το Δικαίωμα Υπεράσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (2004), σ. 2 (διατίθεται στο http://www.ohchr.org/Documents/Publications/FactSheet29en.pdf):
Η φράση "σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο" προστέθηκε για να καταστήσει σαφές ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να ενεργούν για την προώθηση ή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κράτος εντός του οποίου έχουν ως βάση (είτε σε τοπικό, περιφερειακό είτε σε εθνικό επίπεδο) ή πέρα από αυτό. Η γλώσσα για το σκοπό αυτό εμφανίζεται επίσης και σε άλλα μέσα, όπως στο Άρθρο 1 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών:
Ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να προάγει και να επιδιώκει την προστασία και την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Βλέπε επίσης την Δι-αμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δεύτερη Έκθεση για την Κατάσταση των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Αμερική (2011), σελ. 4:
… κάθε πρόσωπο που προωθεί ή επιδιώκει με οποιονδήποτε τρόπο την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο".
Αριθμός εγχώριων πράξεων περιέχουν έναν ορισμό του "υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων" που είναι πιο λεπτομερής από αυτόν που περιέχεται εδώ. Βλέπε, για παράδειγμα, το Άρθρο 3 (α) του Νομοσχεδίου των Φιλιππίνων και το Άρθρο 5 του Νόμου του Κονγκό.
Ένας λιγότερο λεπτομερής ορισμός προτείνεται σε αυτόν τον Νόμο Πρότυπο για την αντιμετώπιση των ανησυχιών που διατυπώθηκαν κατά τις περιφερειακές διαβουλεύσεις και τη συνάντηση εμπειρογνωμόνων ότι ένας πιο λεπτομερής ορισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον αποκλεισμό ατόμων από την κατάταξη ως «υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Κατά τη διάρκεια των περιφερειακών διαβουλεύσεων, προτάθηκε να μην περιληφθεί κανένας ορισμός του "υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων" στον Πρότυπο Νόμο. Οι συντάκτες του Πρότυπου Νόμου αποφάσισαν ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί κάποια μορφή ορισμού για την παροχή καθοδήγησης για την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών. Σύμφωνα με τις απόψεις που εκφράστηκαν στις περιφερειακές διαβουλεύσεις, οι συντάκτες του Πρότυπου Νόμου θεώρησαν ότι η συμπερίληψη ενός ορισμού θα καθιστά επίσης πιο δύσκολο να αποκλειστεί αυθαίρετα οποιοσδήποτε από την ταξινόμηση ως «υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Στο βαθμό που υπάρχει ανησυχία ότι ο ορισμός του "υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων" απαιτεί περαιτέρω αποσαφήνιση, θα μπορούσαν να περιληφθούν και άλλες λεπτομέρειες που θα διευκρινίζουν σ’ έναν μη εξαντλητικό κατάλογο των τύπων ατόμων που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στον ορισμό του "υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων". Μια τέτοια διάταξη περιλαμβάνεται στο Άρθρο 2 στοιχείο (α) του Νομοσχεδίου του Νεπάλ. Αυτοί οι τύποι ατόμων θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν:
(α) υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(β) ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα·
(γ) νομικοί και φορείς δικαιοσύνης·
(δ) δικαστικοί εκπρόσωποι
(ε) δημοσιογράφοι και πρόσωπα ή εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης·
(στ) συνδικαλιστές·
(ζ) κοινωνικοί λειτουργοί· και
(η) οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας.
Η κατηγορία των "υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων" συμπεριλήφθηκε παραπάνω για να καταστήσει σαφές ότι "ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων" περιλαμβάνει άτομα που υποστηρίζουν δημόσια ή συνιστούν αλλαγή, καθώς και όσοι ενεργά εκστρατεύουν για αλλαγή ("ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων").
Εάν ένα Κράτος που προετοιμάζει ένα νόμο για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών επιθυμεί να συμπεριλάβει έναν πιο λεπτομερή ορισμό, θα μπορούσε επίσης να προστεθεί η ακόλουθη γλώσσα  "οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να εργάζονται ή να ασκούν τις δραστηριότητές τους με πλήρη ή μερική απασχόληση, μπορούν να ενεργούν σε αμειβόμενη ή εθελοντική βάση και μπορούν να ενεργούν στο πλαίσιο του επαγγέλματος/απασχόλησής τους, αλλά δεν χρειάζεται να το κάνουν».
Σημαντικό είναι το καθεστώς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μην απαιτεί καμία μορφή εγγραφής. Ομοίως, όπως ορίζεται στο A/HRC/20/27, οι μη εγγεγραμμένες ενώσεις πρέπει να είναι σε θέση να λειτουργούν.
Ο ορισμός των "υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων" δεν περιλαμβάνει τις λέξεις "με ειρηνικά μέσα", καθώς οι λέξεις αυτές δεν περιλαμβάνονται στο Άρθρο 1 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι άλλα τμήματα της Διακήρυξης του ΟΗΕ και του Νόμου Μοντέλο περιλαμβάνουν μια τέτοια απαίτηση. Το Άρθρο 12 (3) της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών ορίζει ότι: 
Ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να προστατεύεται αποτελεσματικά σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αντιδρώντας κατά ή να αντιτίθεται με ειρηνικά μέσα, πράξεις και ενέργειες, περιλαμβανομένων εκείνων που οφείλονται σε παράλειψη, υπαιτιότητας των Κρατών και έχουν ως αποτέλεσμα παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών , καθώς και πράξεις βίας που διαπράττονται από ομάδες ή άτομα που επηρεάζουν την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Περαιτέρω, το Άρθρο 13 της Διακήρυξης προβλέπει ότι:
Ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να ζητεί, να λαμβάνει και να χρησιμοποιεί πόρους για τον ρητό σκοπό της προώθησης και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών με ειρηνικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας Διακήρυξης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ – ΠΡΟΣΘΗΚΗ «ΠΛΕΙΑΔΩΝ»:
Α) Σε περίπτωση αμφιβολίας για το αν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο εμπίπτει στον ορισμό του «υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων», θα πρέπει να προκρίνεται η ερμηνεία ότι εμπίπτει.
Β) Ομάδες που δρουν ως υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων νοούνται ως «υπερασπιστές», ακόμα και αν δεν διαθέτουν ή ακόμα και εάν δεν επιδιώκουν να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα (συλλογικότητες, ομάδες στα κοινωνικά δίκτυα κ.ο.κ.)


ΜΕΡΟΣ ΙΙ. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Γενικός Σχολιασμός για το Μέρος ΙΙ
Το Μέρος ΙΙ βασίζεται στα Άρθρα 1, 3, 5-13 και 17 της Διακήρυξης του ΟΗΕ, καθώς και τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε άλλες διεθνείς πράξεις.
Ορισμένα υφιστάμενα εγχώρια μέσα περιλαμβάνουν διατάξεις που αφορούν δικαιώματα που υπερβαίνουν τα δικαιώματα που προσδιορίζονται στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών. Τμήματα αυτού του Νόμου Πρότυπο αντλούνται από τέτοιες διατάξεις.
Ταυτόχρονα, ορισμένα δικαιώματα που εμφανίζονται σε υπάρχοντα εγχώρια μέσα δεν έχουν ενσωματωθεί στον Πρότυπο Νόμο. Για παράδειγμα, το τμήμα 7 του Νομοσχεδίου των Φιλιππίνων περιλαμβάνει "δικαίωμα ίδρυσης ασύλου για κάθε θύμα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή/και των άμεσων μελών των οικογενειών τους". Οι συντάκτες θεώρησαν ότι η λεπτομέρεια της διάταξης αυτής είναι πολύ συγκεκριμένη για να συμπεριληφθεί στον Πρότυπο Νόμο.

Άρθρο 3
Δικαίωμα προώθησης και προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιώδεις ελευθερίες
Ο καθένας έχει το δικαίωμα, ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, να προωθεί και να επιδιώκει την προστασία και την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Σχολιασμός
Αυτό το Άρθρο ορίζει ένα γενικό δικαίωμα που περιλαμβάνει, αλλά υπερβαίνει τα πιο συγκεκριμένα δικαιώματα που ακολουθούν στο Τμήμα 4 του Μέρος 18.
Το Τμήμα βασίζεται στοΆάρθρο 1 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο προβλέπει ότι:
Ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να προάγει και να επιδιώκει για την προστασία και την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Η φράση "σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο" προστέθηκε για να καταστήσει σαφές ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να ενεργούν για την προώθηση ή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός του Κράτους στο οποίο βρίσκονται (είτε σε τοπικό, περιφερειακό είτε σε εθνικό επίπεδο) ή πέρα από αυτό.
Βλέπε επίσης τη Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δεύτερη Έκθεση για την Κατάσταση των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Αμερική (2011), σελ. 4:
Κάθε πρόσωπο που προωθεί ή επιδιώκει με οποιονδήποτε τρόπο την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο.

Άρθρο 4
Δικαίωμα σχηματισμού ομάδων, ενώσεων και οργανισμών
(1)    Όλοι, ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, έχουν το δικαίωμα να σχηματίζουν, να προσχωρούν και να συμμετέχουν σε ομάδες, ενώσεις και μη κυβερνητικές οργανώσεις, είτε επίσημες ή ανεπίσημες και είτε καταχωρημένες ή μη, με σκοπό την προώθηση και την προσπάθεια της προστασίας και της υλοποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
(2)    Οι ομάδες, ενώσεις και οργανώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνουν:
(α) ομάδες, ενώσεις και οργανώσεις της Ελλάδας·
(β) ομάδες, ενώσεις και οργανώσεις άλλων χωρών· και
(γ) ομάδες, ενώσεις και οργανώσεις σε πολλαπλές χώρες ή σε περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο.
(3) Οι ομάδες, ενώσεις και οργανώσεις της Ελλάδας που αναφέρονται στο εδάφιο (2) (α) έχουν το δικαίωμα να ασχολούνται με:
(α) ομάδες, ενώσεις και οργανώσεις στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες ή σε περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο· και
(β) συνασπισμούς ή δίκτυα ομίλων, ενώσεων ή οργανισμών που αναφέρονται στο εδάφιο (2), είτε τυπικούς είτε ανεπίσημους και είτε είναι εγγεγραμμένοι επισήμως είτε μη καταχωρημένοι.

Σχολιασμός
Το Άρθρο αυτό αντλείται από το Άρθρο 5 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, που προβλέπει σχετικά ότι:
Προκειμένου περί προώθησης και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο:
...
(β) η ίδρυση, συμμετοχή και παρακολούθηση σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, ενώσεις ή ομάδες.
Η χρήση της γλώσσας «ομάδες, ενώσεις και οργανώσεις, επίσημες και ανεπίσημες" που αναφέρονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει κοινοτικές ομάδες, μειονοτικές ομάδες, συλλογικότητα αυτοχθόνων λαών ή ατόμων που συγκεντρώνονται για να υπερασπιστούν ή να υποστηρίξουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι προστατεύει εξίσου τις ενώσεις που είναι εγγεγραμμένες όσο και τις μη καταχωρημένες. Τα άτομα που συμμετέχουν σε μη εγγεγραμμένες ενώσεις πρέπει να είναι ελεύθερα να ασκούν νόμιμες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος συμμετοχής σε ειρηνικές συνελεύσεις, και να μην υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις (A/HRC/ 20/27, σ. 14, παρ. 56).
Το εδάφιο (2) προστέθηκε για να καταστεί σαφές ότι ένας υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όχι μόνο έχει το δικαίωμα να σχηματίζει, να συμμετέχει σε ή να παρακολουθεί ομάδες που έχουν ιδρυθεί, που είναι εγκατεστημένες ή λειτουργούν στο σχετικό Κράτος, αλλά ότι τα άτομα έχουν επίσης το δικαίωμα να σχηματίζουν, ή να συμμετέχουν σε ομάδες που είναι εγκατεστημένες, εδρεύουν ή λειτουργούν σε άλλα Κράτη ή σε πολλαπλά Κράτη.

Το εδάφιο (3) προστέθηκε για να καταστεί σαφές ότι οι ομάδες που σχηματίστηκαν στο σχετικό Κράτος μπορούν να συνδεθούν θυγατρικά με ομάδες που είναι εγκατεστημένες, εδρεύουν ή λειτουργούν σε άλλες χώρες. Το εδάφιο (3) εμπνεύστηκε από το Άρθρο 6 του Νομοσχεδίου Burkinabe.

Το εδάφιο 3 βασίζεται επίσης στη διατύπωση του Άρθρου 5 της Σύμβασης ΔΟΕ σχετικά με την Eλευθερία του Συνεταιρίζεσθαι και την Προστασία του Δικαιώματος Οργάνωσης:

Οι οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών θα έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες και σε κάθε τέτοιου είδους οργανισμό, ομοσπονδία ή συνομοσπονδία θα έχουν το δικαίωμα να συνεργάζονται με διεθνείς οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών.

Άρθρο 5
Δικαίωμα της ζήτησης, λήψης και χρήσης πόρων
Ο καθένας, μεμονωμένα ή σε συνεργασία με άλλους, έχει το δικαίωμα να ζητεί, να λαμβάνει και να χρησιμοποιεί πόρους, συμπεριλαμβανομένων των εγχώριων και διεθνών πηγών, συμπεριλαμβανομένων κυβερνητικών, διακυβερνητικών, φιλανθρωπικών και ιδιωτικών πηγών, με το ρητό σκοπό την προώθηση και την προσπάθεια προστασίας και υλοποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Σχολιασμός
Το Άρθρο αυτό αντλείται από το Άρθρο 13 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, που προβλέπει ότι:
Ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να ζητεί, να λαμβάνει και να χρησιμοποιεί πόρους για τον ρητό σκοπό της προώθησης και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών με ειρηνικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας Διακήρυξης.
Το Άρθρο 3 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει ότι:
Το εθνικό δίκαιο που είναι σύμφωνο με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών υποχρεώσεων του Κράτους στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών είναι το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να εφαρμόζονται και να απολαμβάνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες και στο οποίο όλες οι δραστηριότητες που αναφέρονται στη παρούσα Διακήρυξη  θα πρέπει να διεξάγονται για την προώθηση, την προστασία και την αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Η αναφορά στο Άρθρο 3 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών  παραλείφθηκε από την το Τμήμα 6, όπως παραλείφθηκε και από το Άρθρο 4 (17) του Νόμου της Ονδούρας και το Άρθρο 6 του Νομοσχεδίου Burkinabe.
Σύμφωνα με μια πρόταση που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια των περιφερειακών διαβουλεύσεων2, προστέθηκε η φράση "συμπεριλαμβανομένων εγχώριων και διεθνών πηγών" για να καταστεί σαφές ότι το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα αίτησης, λήψης και χρήσης πόρων από διεθνείς οργανισμούς, διακυβερνητικούς οργανισμούς και ξένες πηγές (κυβερνητικές και ιδιωτικές). Αυτή η διευκρίνιση είναι σημαντική, δεδομένου ότι σε ορισμένες χώρες υπάρχουν νόμοι που περιορίζουν την πρόσβαση σε ξένους [χορηγούς].3
Το παρόν τμήμα βασίζεται επίσης στο Ψήφισμα A/HRC/RES/22/6 του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο καλεί τα Κράτη:
...να εξασφαλίσουν ότι επιβάλλοντας απαιτήσεις σε άτομα, ομάδες και όργανα της κοινωνίας δεν εμποδίζουν τη λειτουργική τους αυτονομία, και ότι δεν επιβάλλονται περιορισμοί που εισάγουν διακρίσεις στις πιθανές πηγές χρηματοδότησης που αποσκοπούν στη στήριξη του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πέραν εκείνων που συνήθως προβλέπονται για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που δεν σχετίζεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα εντός της χώρας προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η λογοδοσία, και ότι κανένας νόμος δεν θα πρέπει να ποινικοποιεί ή να απονομιμοποιεί δραστηριότητες για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω της γεωγραφικής προέλευσης της χρηματοδότησής τους.
Άρθρο 6
Δικαίωμα αναζήτησης, λήψης και διάδοσης πληροφοριών
(1) Όλοι, μεμονωμένα ή από κοινού με άλλους, έχουν το δικαίωμα:
(α) να γνωρίζουν, να αναζητούν, να έχουν πρόσβαση, να αποκτούν, να λαμβάνουν και να τηρούν πληροφορίες σχετικά με όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες στα νομοθετικά, δικαστικά και διοικητικά συστήματα της Ελλάδας·
(β) να γνωρίζουν, να αναζητούν πρόσβαση, να αποκτούν, να λαμβάνουν και να τηρούν τέτοιες πληροφορίες από επιχειρήσεις που είναι απαραίτητες για την άσκηση ή την προστασία, ή την παροχή βοήθειας για την άσκηση ή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή των θεμελιωδών ελευθεριών·
(γ) να δημοσιεύουν ελεύθερα, να μεταδίδουν ή να διαδίδουν σε άλλους απόψεις, πληροφορίες και γνώσεις σχετικά με όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες·
(δ) να μελετούν, να συζητούν, να διαμορφώνουν και να έχουν γνώμες σχετικά με την τήρηση, τόσο νομικά όσο και πρακτικά, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και, με ίδια και άλλα μέσα, να προσελκύουν την προσοχή των πολιτών στα θέματα αυτά.
(2) Το δικαίωμα στο εδάφιο (1) μπορεί να ασκηθεί προφορικά, γραπτώς, με έντυπη μορφή, με τη μορφή τέχνης ή μέσω οποιουδήποτε άλλου μέσου, είτε διαδικτυακά είτε offline.
Σχολιασμός
Το παρόν Άρθρο βασίζεται στο Άρθρο 6 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο προβλέπει ότι:
Ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους:
(α) Να γνωρίζει, να αναζητά, να αποκτά, να λαμβάνει και να διαθέτει πληροφορίες σχετικά με όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται αυτά τα δικαιώματα και ελευθερίες στα εθνικά νομοθετικά, δικαστικά ή διοικητικά συστήματα.
(β) Όπως προβλέπεται από τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα εφαρμοσμένα διεθνή εργαλεία, στην ελεύθερη δημοσίευση, μετάδοση ή διάδοση σε τρίτους απόψεις, πληροφορίες και γνώσεις σχετικά με όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες·
(γ) Να μελετά, να συζητά, να διαμορφώνει και να διατυπώνει απόψεις σχετικά με την τήρηση, τόσο νομικά όσο και πρακτικά, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και, μέσω αυτών και άλλων κατάλληλων μέσων, να προσελκύει την προσοχή των πολιτών στα θέματα αυτά.
Το εδάφιο (1) (β) έχει προστεθεί για να εξασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν να ληφθούν από επιχειρήσεις και άλλους σχετικούς ιδιωτικούς φορείς, όπου είναι απαραίτητο για την άσκηση ή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Η σημασία της πρόσβασης σε πληροφορίες από ιδιωτικούς φορείς προέκυψε στις περιφερειακές διαβουλεύσεις.4  Το παρόν εδάφιο ενσωματώθηκε με βάση την Αρχή 21 των Κατευθυντήριων Αρχών για τις Επιχειρήσεις και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που προβλέπει ότι:
... Οι επιχειρήσεις, των οποίων οι λειτουργίες ή τα λειτουργικά πλαίσια ενέχουν κινδύνους σοβαρών επιπτώσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα, θα πρέπει να αναφέρουν επίσημα τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι ανακοινώσεις πρέπει: (α) Να έχουν μορφή και συχνότητα που να αντικατοπτρίζει τις επιπτώσεις της επιχείρησης στα ανθρώπινα δικαιώματα και να είναι προσιτές στους ενδιαφερόμενους, (β) Να παρέχουν επαρκή πληροφόρηση για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ανταπόκρισης μιας επιχείρησης στις συγκεκριμένες επιπτώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, (γ) Με τη σειρά τους, να μη θέτουν σε κίνδυνο τους εμπλεκόμενους φορείς, το προσωπικό ή τις νόμιμες απαιτήσεις εμπορικού απορρήτου.
Αυτό επαναλήφθηκε επίσης στο πρόσφατο Ψήφισμα 31/32 του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσον αφορά τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Παρόμοια διάταξη περιλαμβάνεται στο Τμήμα 32 (1) του Νομοσχεδίου για τα Δικαιώματα της Νότιας Αφρικής και στη Πράξη Πρόσβασης στη Πληροφορία της Σιέρα Λεόνε το 2013.
Η σημασία της πρόσβασης σε σχετικές πληροφορίες από τις επιχειρήσεις, όπως είναι απαραίτητη για την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή για την επιδίωξη λογοδοσίας για παραβιάσεις, αναγνωρίζεται επίσης στην παράγραφο 86 της Έκθεσης του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα,  Μαρτίου 2016 με τίτλο "Πρακτικές συστάσεις για τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός ασφαλούς και ευνοϊκού περιβάλλοντος για την κοινωνία των πολιτών, με βάση ορθές πρακτικές και τα διδάγματα που αντλήθηκαν ", το οποίο προβλέπει ότι:
Τα κράτη μέλη πρέπει:
(α) Να θεσπίσουν σαφείς νόμους, κανονισμούς και πολιτικές που να εγγυώνται την ενεργή αποκάλυψη πληροφοριών που κατέχουν οι δημόσιοι φορείς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούν δημόσια καθήκοντα, και παρέχουν γενικά δικαιώματα για την υποβολή αίτησης και παραλαβής τέτοιων πληροφοριών, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται σαφώς και στενά οι εξαιρέσεις σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τα πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που εγγυώνται το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες που κατέχονται από ιδιωτικούς οργανισμούς όταν αυτό είναι απαραίτητο για την άσκηση ή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· και να παρέχουν το δικαίωμα προσφυγής σε ανεξάρτητο φορέα για οποιαδήποτε άρνηση δημοσιοποίησης πληροφοριών.
(β) Να παράσχουν κατάρτιση στους δημοσίων υπαλλήλων σχετικά με την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης στην πληροφόρηση και τη διάδοση πληροφοριών στο κοινό σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης και τις διαδικασίες επίτευξής του.
Τα Κράτη που καταρτίζουν νόμο για την αναγνώριση και προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο επέκτασης αυτής της διάταξης και σε άλλους ιδιωτικούς φορείς (καθώς και σε επιχειρήσεις), όπως οργανώσεις μέσων ενημέρωσης και άλλους οργανισμούς.
Σε σχέση με το εδάφιο (1)(γ), οι λέξεις "όπως προβλέπεται από τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλες εφαρμοστέους διεθνείς κανόνες" δεν διατηρήθηκαν στον Πρότυπο Νόμο, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως λόγοι περιορισμού του δικαιώματος διάδοσης πληροφοριών. Αυτές οι λέξεις έχουν παρομοίως παραληφθεί σε μια σειρά εθνικών νομοθεσιών. Βλ., για παράδειγμα, το Άρθρο 3 του Νόμου της Ακτής Ελεφαντοστού, το Άρθρο 11 του Νομοσχεδίου του Κονγκό, το Άρθρο 4 (7) του Νόμου της Ονδούρας.
Σε σχέση με το εδάφιο (1)(δ), η λέξη "κατάλληλη" παραλείφθηκε από τον Πρότυπο Νόμο δεδομένου ότι ο όρος επιτρέπει μια υποκειμενική, και ενδεχομένως αυθαίρετη, λήψη απόφασης σχετικά με το αν ένα συγκεκριμένο μέσο που επιλέχθηκε είναι κατάλληλο για να επιστήσει την προσοχή σε ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Το εδάφιο (2) προστέθηκε για να καταστεί σαφές ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν, να παρέχουν και να διαδίδουν πληροφορίες υπό οποιαδήποτε μορφή. Η γλώσσα του εδαφίου (2) βασίζεται στο Άρθρο 19 (2) του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR), το οποίο προβλέπει ότι:
Ο καθένας έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία αναζήτησης, παραλαβής και διάδοσης πληροφοριών και ιδεών κάθε είδους, ανεξαρτήτως συνόρων, είτε προφορικά, γραπτά, εκτυπωμένα, με τη μορφή τέχνης ή μέσω οποιουδήποτε άλλου μέσου της επιλογής του.


Άρθρο 7
Το δικαίωμα ανάπτυξης και υποστήριξης ιδεών για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Ο καθένας, μεμονωμένα ή σε συνεργασία με άλλους, έχει το δικαίωμα να αναπτύξει και να συζητήσει νέες ιδέες και αρχές που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και να υποστηρίξει την αποδοχή τους.
Σχολιασμός
Το παρόν Άρθρο βασίζεται στο Άρθρο 7 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο προβλέπει ότι:
Ο καθένας έχει το δικαίωμα, ξεχωριστά και σε συνεργασία με άλλους, να αναπτύξει και να συζητήσει νέες ιδέες και αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να υποστηρίξει την αποδοχή τους.
Παρόλο που το Άρθρο 7 αναφέρεται απλώς σε "ανθρώπινα δικαιώματα", η έκφραση "δικαιώματα του ανθρώπου και θεμελιώδεις ελευθερίες" χρησιμοποιήθηκε στο Τμήμα 8 για λόγους συνοχής με το υπόλοιπο Πρότυπο Νόμο.
Η αναφορά "νέες ιδέες και αρχές που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα" είναι αυτές που έχουν αναπτυχθεί και αναγνωριστεί από τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτά τα δικαιώματα περιλαμβάνουν δικαιώματα βασισμένα στον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου ενός ατόμου. Αυτό περιλαμβάνει τα δικαιώματα στις Αρχές Yogyakarta - ένα σύνολο διεθνών αρχών που εφαρμόζουν το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου.5


Άρθρο 8
Δικαίωμα επικοινωνίας με μη κυβερνητικούς, κυβερνητικούς και διακυβερνητικούς οργανισμούς
Ο καθένας, ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, έχει το δικαίωμα ελεύθερης επικοινωνίας με μη κυβερνητικούς, κυβερνητικούς και διακυβερνητικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων των επικουρικών οργάνων, μηχανισμών ή εμπειρογνωμόνων με εντολή σχετική με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, καθώς και με τις διπλωματικές αντιπροσωπείες.

Σχολιασμός
Το παρόν Άρθρο βασίζεται στο Άρθρο 5 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο προβλέπει ότι:
Προκειμένου να προωθηθούν και να προστατευθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες, ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο:
...
γ) Να επικοινωνεί με μη κυβερνητικούς ή διακυβερνητικούς οργανισμούς.
Για λόγους σαφήνειας προστέθηκε στο Άρθρο 9 λεξιλόγιο, που ορίζει ότι το δικαίωμα επικοινωνίας με διακυβερνητικούς οργανισμούς περιλαμβάνει επικοινωνία με επικουρικά όργανα και μηχανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εμπειρογνώμονες τέτοιων οργανισμών. Επιπλέον, προστέθηκε λεξιλόγιο για να αναγνωριστεί το δικαίωμα επικοινωνίας με τις διπλωματικές αντιπροσωπείες, όπως προβλέπεται στις Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ για τους Υπερασπιστές των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Άρθρο 9
Δικαίωμα στην πρόσβαση, επικοινωνία και συνεργασία με εθνικά και διεθνή όργανα και μηχανισμούς προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή μέσα και διαδικασίες, όλοι, ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, έχουν το δικαίωμα της ανεμπόδιστης πρόσβασης σε διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς και μηχανισμούς για τα δικαιώματα του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των φορέων των συνθηκών και των ειδικών διαδικασιών ή των ειδικών εισηγητών.

                                    Ερμηνευτικά Σχόλια
Το άρθρο αυτό βασίστηκε στο άρθρο 9 παρ. 4 της Διακύρηξης του Ο.Η.Ε, το οποίο προβλέπει ότι :
«Για τον ίδιο σκοπό και σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή μέσα και διαδικασίες, ο καθένας έχει ατομικά και σε συνεργασία με άλλους, δικαίωμα  στην απρόσκοπτη πρόσβαση και επικοινωνία με διεθνείς οργανισμούς όργανα με γενική ή ειδική αρμοδιότητα να λαμβάνουν και να εξετάζουν θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και  θεμελιωδών ελευθεριών».
Βλ. Το άρθρο 7 του σχετικού νόμου της Ακτής Ελεφαντοστού.
Σημείωση: Το άρθρο 15  ασχολείται με το ξεχωριστό αλλά συναφές ζήτημα  της προστασίας από εκφοβισμό ή αντεκδίκηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΛΕΙΑΔΩΝ: Η παρεμπόδιση πρόσβασης ή διατήρησης προσφυγής στο ΕΔΔΑ συνιστά αυτοτελή παραβίαση του άρθρου 34 ΕΣΔΑ


Άρθρο 10
Δικαίωμα συμμετοχής στις δημόσιες υποθέσεις
  1. Ο καθένας, ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, έχει δικαίωμα αποτελεσματικής συμμετοχής στη διεξαγωγή των δημοσίων υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής χωρίς διακρίσεις στην κυβέρνηση της χώρας του, όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.
  2. Το δικαίωμα της παρ (1) περιλαμβάνει το δικαίωμα:
α) να υποβάλει σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή ή οργανισμό ή φορέα που ασχολείται με δημόσιες υποθέσεις, επικρίσεις ή προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας τους  με σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών ·
(β) να απευθύνει συστάσεις σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή σχετικά με νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις  που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες ·
γ) να επιστήσει την προσοχή οποιασδήποτε δημόσιας αρχής σε κάθε πτυχή του έργου της που μπορεί να εμποδίζει ή παρεμποδίζει την προώθηση, προστασία και υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών ·
δ) να εφιστά την προσοχή οποιασδήποτε δημόσιας αρχής ως προς
οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη που μπορεί να δυσχεράνει ή να εμποδίσει την προώθηση, προστασία και υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών.
(ε) να δημοσιεύει, να μεταδίδει ή να διαδίδει σε τρίτους οποιαδήποτε πληροφορία υποβάλλεται κάθε δημόσια αρχή κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο II.

                                     Ερμηνευτικά σχόλια
Το παρόν τμήμα βασίζεται στο άρθρο 8 της δήλωσης των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο προβλέπει ότι:
1. «Ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να έχει αποτελεσματική πρόσβαση, χωρίς διακρίσεις στη συμμετοχή στην διακυβέρνηση της χώρας του».
2. «Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, υποβολής σε κυβερνητικούς οργανισμούς και οργανισμούς και οργανώσεις που ασχολούνται με την κριτική των δημόσιων υποθέσεων και προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας τους και να εφιστά  την προσοχή σε οποιαδήποτε πτυχή της εργασίας τους που μπορεί να δυσχεράνει ή να παρεμποδίσει  την προώθηση, την προστασία και την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών».
Το δικαίωμα συμμετοχής στη διεξαγωγή των δημόσιων υποθέσεων είναι δικαίωμα που κατέχουν όλοι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό τη δικαιοδοσία ενός συγκεκριμένου κράτους που αναπτύσσει νόμο για την αναγνώριση και προστασία των υπερασπιστών και επομένως είναι το γενικό δικαίωμα που ορίζεται στην παράγραφο 1.
Υποτμήμα (2) (β) προστέθηκε δεδομένου ότι οι συντάκτες θεωρούσαν ότι η ικανότητα να κάνει ο υπερασπιστής συστάσεις σχετικά με τις αναγκαίες νομοθετικές ή κανονιστικές αλλαγές αποτελεί σημαντικό μέρος του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο πρέπει να αναφέρεται ρητά.
Η παράγραφος 2 (δ) αντλήθηκε από το άρθρο 3 παρ. 5  του νομοσχεδίου του Νεπάλ.
Η παράγραφος (2) (ε) συμπεριλήφθηκε για να διευκρινίσει ότι οι πληροφορίες που υποβάλλονται σε δημόσιες αρχές μπορούν να δημοσιεύονται και να διαδίδονται ελεύθερα.
Δεδομένου ότι οι επικοινωνίες που υποβλήθηκαν κατά την άσκηση του δικαιώματος που περιέχεται στο άρθρο 10 δεν έχουν ληφθεί υπόψη από κυβερνητικούς φορείς, οι συντάκτες εξέτασαν εάν πρέπει να προστεθεί ένα επόμενο εδάφιο, δηλώνοντας ότι "κάθε κυβερνητικός φορέας που λαμβάνει μια ανακοίνωση του τύπου που αναφέρεται στο παρόν άρθρο  επιβεβαιώνει την παραλαβή του εγγράφως εντός 10 εργάσιμων ημερών ". Συνήχθη το συμπέρασμα ότι μια τέτοια διάταξη δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στον πρότυπο νόμο για δύο λόγους. Πρώτον, μια τέτοια απαίτηση θα ήταν πιθανώς υπερβολικά επαχθής για τις χώρες με περιορισμένους δημόσιους πόρους. Δεύτερον, χωρίς μια τέτοια διάταξη, το "δικαίωμα να συμμετέχουν στη διεξαγωγή δημοσίων υποθέσεων" θα μπορούσε να ερμηνευτεί ευρύτερα (για παράδειγμα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος των κυβερνητικών οργάνων να εξετάζουν και να ανταποκρίνονται στις προτάσεις που τους υποβάλλονται).

Άρθρο 11
Δικαίωμα σε ειρηνική συνάθροιση
Ο καθένας , ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, έχει το δικαίωμα να συναντιέται ή να συναθροίζεται ειρηνικά, καθώς και να συμμετέχει  σε ειρηνικές δραστηριότητες που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, απαλλαγμένος από αυθαίρετες ή παράνομες παρεμβάσεις από τις δημόσιες αρχές και ιδιωτικούς φορείς, σε  εθνικό, περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο.

                                          
                                                  Ερμηνευτικά σχόλια
Το παρόν τμήμα βασίζεται στα άρθρα 5 και 12 της δήλωσης των Ηνωμένων Εθνών. Το άρθρο 5 προβλέπει στο σχετικό μέρος ότι:
«Προκειμένου να προωθηθούν και να προστατευθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες, ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο:»
(α) «Να συναντηθεί ή να συναθροιστεί ειρηνικά».
Το άρθρο 12 προβλέπει ότι:
1. «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να συμμετέχει σε ειρηνικές δραστηριότητες κατά των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών».
...
3. «Στο πλαίσιο αυτό, όλοι δικαιούνται, μεμονωμένα και σε συνεργασία με άλλους, να προστατεύονται αποτελεσματικά βάσει του εθνικού δικαίου κατά την διαδήλωση με ειρηνικά μέσα εναντίον , πράξεων και δραστηριοτήτων, περιλαμβανομένων εκείνων που οφείλονται σε παράλειψη, καταλογιζόμενων στα κράτη που οδηγούν σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και των πράξεων βίας που διαπράττονται από ομάδες ή άτομα που επηρεάζουν την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών».
Η διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών δεν αναφέρει ρητά ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν το δικαίωμα να διεξάγουν διαδηλώσεις ή διαμαρτυρίες. Ορισμένα εγχώρια μέσα περιλαμβάνουν μια τέτοια αναφορά, όπως το άρθρο 6 του νομοσχεδίου Burkinabe και το άρθρο 3 παράγραφος 5 του νομοσχεδίου του Νεπάλ.
Η φράση «απαλλαγμένη από την παρέμβαση δημόσιων αρχών και ιδιωτών φορέων» στο εδάφιο (1) καθιστά σαφές ότι οι δημόσιες αρχές δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στην άσκηση αυτού του δικαιώματος και πρέπει να εμποδίζουν τους άλλους να παρεμβαίνουν.
Για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες σχετικά με υπάρχοντες νόμους που ενδέχεται να περιορίσουν την ικανότητα των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να διεξάγουν δημόσιες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, το εδάφιο 2 καθιστά σαφές ότι το δικαίωμα συναντήσεως και συναθροίσεως περιλαμβάνει το δικαίωμα προγραμματισμού, συμμετοχής και διάδοσης πληροφοριών σχετικά με ειρηνικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες.
Οι συντάκτες συζήτησαν ότι, παρά τη θετική σχέση μεταξύ ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την κοινωνία των πολιτών και των συμφερόντων της εθνικής ασφάλειας, αναπτύσσονται όλο και περισσότερο αντιτρομοκρατικά μέτρα και χρησιμοποιούνται με στόχο τον περιορισμό και την ποινικοποίηση του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τέτοιες εξελίξεις συμβαίνουν παρά τις προσκλήσεις του Συμβουλίου στα ψηφίσματα A / HRC / 22/6 και A / HRC / 25/18 προς τα κράτη να διασφαλίσουν ότι:
.. «μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας ... δεν εμποδίζουν την εργασία και την ασφάλεια ατόμων, ομάδων και οργάνων της κοινωνίας που ασχολούνται με την προώθηση και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Οι αρχές που διατυπώνονται στα εν λόγω ψηφίσματα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκπόνηση ενός νόμου για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η διάταξη αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σε συνήχηση με την έκθεση του Ειδικού Εισηγητή για την ελευθερία της συναθροισης και ειρηνικής διαδήλωσης και του Ειδικού Εισηγητή για τις εξωδικαστικές, συνοπτικές ή αυθαίρετες εκτελέσεις (A / HRC / 31/66) που περιέχει πρακτικές συστάσεις για τη διαχείριση καθώς και τις εκθέσεις του ειδικού εισηγητή για την ελευθερία του συνέρχεσθαι  και της διαδήλωσης με  ειρηνικά μέσα  για το 2012 (A / HRC / 20/27) και 2013 (A / HRC / 23/39), οι οποίες δηλώνουν ότι σε μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία, δεν πρέπει να απαιτείται αδειοδότηση για ειρηνική διαδήλωση. Σύμφωνα με τα εν λόγω ψηφίσματα και εκθέσεις, η άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του συνέρχεσθαι ειρηνικά πρέπει να :
.. «διαχειρίζεται το πολύ από ένα καθεστώς προηγούμενης κοινοποίησης, το σκεπτικό του οποίου είναι να επιτρέψει στις κρατικές αρχές να διευκολύνουν αυτή την άσκηση και να λάβουν μέτρα για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας και τάξης και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».

Άρθρο 12
Δικαίωμα στην εκπροσώπηση και υπεράσπιση.
1.Όλοι, ατομικά και σε συνεργασία με άλλους, έχουν το δικαίωμα να βοηθούν, να εκπροσωπούν ή να ενεργούν για λογαριασμό άλλου προσώπου, ομάδων, ενώσεων, οργανισμών ή θεσμών σε σχέση με την προώθηση, προστασία και άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
2.Το δικαίωμα της παραγράφου 1 περιλαμβάνει το δικαίωμα:
α) διαμαρτυρίας για τις πολιτικές και τις δράσεις των δημόσιων αρχών όσον αφορά τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, με αναφορές ή άλλα κατάλληλα μέσα, στα εθνικά δικαστικά, διοικητικά ή νομοθετικά όργανα ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ·
(β) προσφοράς και παροχής επαγγελματικής νομικής συνδρομής ή άλλης σχετικής νομικής συμβουλής και βοήθειας για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών
γ) παράστασης σε δημόσιες ακροάσεις, διαδικασίες και δίκες για τον σχηματισμό γνώμης  σχετικά με  τη συμμόρφωσή τους με το εθνικό δίκαιο τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες
(δ) υποβολής ανακοινώσεων και πληροφοριών του τύπου που αναφέρεται στο άρθρο 9.

                                              Ερμηνευτικά Σχόλια
Το παρόν  άρθρο βασίζεται στο άρθρο 9 της διακύρηξης  των Ηνωμένων Εθνών που προβλέπει, στο σχετικό μέρος, ότι:
2. «Για το σκοπό αυτό, κάθε πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα ή οι ελευθερίες φέρεται να παραβιάζονται έχει το δικαίωμα, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω νομίμως εξουσιοδοτημένης αντιπροσώπευσης, να καταγγείλει και να διεκπεραιώσει αμέσως την εν λόγω καταγγελία σε δημόσια ακρόαση ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αρμόδιου δικαστικού ή άλλου οργάνου που έχει συσταθεί με νόμο και να λάβει από την αρχή αυτή απόφαση, σύμφωνα με το νόμο, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε οφειλόμενης αποζημίωσης, όπου υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων ή των ελευθεριών του εν λόγω προσώπου, καθώς και στην εκτέλεση της τελικής απόφασης και επιδίκασης  αποζημίωσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση».
3. Για τον ίδιο σκοπό, ο καθένας έχει το δικαίωμα, ατομικά και σε συνεργασία με άλλους, μεταξύ άλλων:
(α) «Να υποβάλει καταγγελία σχετικά με τις πολιτικές και τις ενέργειες μεμονωμένων αξιωματούχων και κυβερνητικών οργάνων όσον αφορά τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, με αναφορά ή άλλο κατάλληλο μέσο, ​​στις αρμόδιες εθνικές δικαστικές, διοικητικές ή νομοθετικές αρχές ή σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή που προβλέπεται από την έννομη τάξη του κράτους, η οποία θα πρέπει να λάβει την απόφαση επί της καταγγελίας χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» ·
β) «να παρίσταται σε δημόσιες ακροάσεις, διαδικασίες και δίκες, ώστε να σχηματίζουν γνώμη σχετικά με την τήρηση του εθνικού τους δικαίου και των εφαρμοστέων διεθνών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων» ·
γ) «Να προσφέρει και να παρέχει επαγγελματική νομική συνδρομή ή άλλες σχετικές συμβουλές και βοήθεια για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών».
Η παράγραφος 2 (γ) αντικατοπτρίζει τη σημασία της δοκιμαστικής παρακολούθησης  στο έργο πολλών υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρόμοια διάταξη περιέχεται στο άρθρο 4 παράγραφος 14 του νόμου της Ονδούρας.

Άρθρο 13
Δικαίωμα στην ελευθερία κίνησης
1.     Ο καθένας  νόμιμα εντός της επικράτειας, ή υποκείμενος στη δικαιοδοσία, συμπεριλαμβανομένης της ισχύος ή αποτελεσματικού ελέγχου, της Ελληνικής Δημοκρατίας, εντός της επικράτειας  ή του πεδίου δικαιοδοσίας της, έχει δικαίωμα στην ελευθερία κίνησης  και στην ελευθερία επιλογής της κατοικίας του και του δικαιώματος να ασκεί τις δραστηριότητές του στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ολόκληρη την επικράτεια ή τον τόπο δικαιοδοσίας.
2.     Κανείς [που βρίσκεται] νόμιμα στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας  δεν απομακρύνεται, με ατομικό μέτρο ή συλλογικό μέτρο, από το έδαφος της Ελλάδας  εξ ολοκλήρου ή εν μέρει λόγω των πράξεών του ως υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
3.     Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος εισόδου ή εξόδου από την επικράτεια της Ελληνικής Δημοκρατίας με βάση ή σε συνάρτηση με το καθεστώς, τις δραστηριότητές του ή την εργασία του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

                                                    Ερμηνευτικά σχόλια
Το δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία δεν αντιμετωπίζεται στη δήλωση των Ηνωμένων Εθνών. Μια διάταξη σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία περιλήφθηκε στο υπόδειγμα νόμου, καθώς σε ορισμένες περιφερειακές διαβουλεύσεις τέθηκαν οι ανησυχίες σχετικά με αυτό το δικαίωμα.
Η παράγραφος 1 βασίζεται στο άρθρο 12 (1) του ICCPR:
«Όλοι νόμιμα στην επικράτεια ενός κράτους έχουν, στο έδαφος αυτό, το δικαίωμα στην ελευθερία μετακίνησης και στην ελευθερία επιλογής της κατοικίας τους».
Η διατύπωση του άρθρου 12 (1) έχει επεκταθεί ώστε να αντικατοπτρίζει την Γενική παρατήρηση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπ. αριθ. 31, η οποία παρέχει αυθεντική ερμηνεία του άρθρου αυτού.
Εκτός από τα παραπάνω, οι συντάκτες θεώρησαν ότι είναι σημαντικό να προστεθούν διατάξεις που να διευκρινίζουν ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν απελαύνονται ούτε απαγορεύεται  να εισέλθουν ή να αποχωρήσουν από χώρες εν όλω ή εν μέρει λόγω των δραστηριοτήτων τους ως υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΛΕΙΑΔΩΝ: Ειδικά για ομάδες όπως οι Δημοσιογράφοι, που μπορεί ν’ ακολουθούν για λόγους άσκησης του λειτουργήματός τους πρόσωπα στα οποία συντρέχει λόγος άρσης αδίκου μιας πράξης τυπικά παράνομης (π.χ. διάσχιση συνόρων από μη εξουσιοδοτημένα σημεία εισόδου είναι παράνομη για τον μη αναζητητή ασύλου αλλά νόμιμη, ως προβλεπόμενη στο διεθνές δίκαιο, για τον αναζητητή ασύλου), θα πρέπει να εισαχθεί διάταξη της οποίας να μπορεί να υπάρξει επίκληση προκειμένου να μην ποινικοποιείται (να μην κρίνεται άδικη) η πράξη του Υπερασπιστή που φαινομενικά τυποποιεί αδίκημα.

Άρθρο 14
Δικαίωμα στην Ιδιωτικότητα
1.     Όλοι, ατομικά ή σε συνεργασία με άλλους, έχουν  δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.
2.     Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου  περιλαμβάνει το δικαίωμα ενός υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να προστατεύει την ιδιωτική του ζωή, συμπεριλαμβανομένης της κρυπτογράφησης, από παράνομες και αυθαίρετες εισβολές και παρεμβολές στο πεδίο της  οικογενειακής  του ζωής , της εργασίας, της περιουσίας  και της αλληλογραφίας, τόσο σε απευθείας σύνδεση όσο και εκτός σύνδεσης.
3.     Η "εισβολή και παρεμβολή" στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει οποιαδήποτε μορφή επιτήρησης, καταγραφής, αναζήτησης και κατάσχεσης όσον αφορά  τη νόμιμη δραστηριότητά του ή εργασία  του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

                                Ερμηνευτικά Σχόλια
Το παρόν άρθρο βασίζεται στο άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο προβλέπει ότι:
«Κανείς δεν πρέπει να υποστεί αυθαίρετη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, την οικογένεια, στο σπίτι ή την αλληλογραφία του, ούτε σε επιθέσεις κατά της τιμής και της φήμης του».
Η διατύπωση αυτή επαναλαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό στο εξής - άρθρο 17 παράγραφος 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ICCPR):
«Κανείς δεν πρέπει να υποβληθεί σε αυθαίρετη ή παράνομη επέμβαση στην ιδιωτική ζωή, στην οικογένεια, στο σπίτι ή στην αλληλογραφία του, ούτε σε παράνομες επιθέσεις στην τιμή και τη φήμη του».
Άρθρο 16 της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού: Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού:
«Κανένα παιδί δεν πρέπει να υποστεί αυθαίρετη ή παράνομη επέμβαση στην ιδιωτική ζωή, στην οικογένεια ή την αλληλογραφία του, ούτε σε παράνομες επιθέσεις κατά της τιμής και της φήμης του».
Άρθρο 14 της Διεθνούς Σύμβασης για την προστασία όλων των μεταναστών  εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους:
«Κανένας μετανάστης  εργαζόμενος ή μέλος της οικογένειάς του δεν υπόκειται σε αυθαίρετη ή παράνομη επέμβαση στην ιδιωτική ζωή, στην οικογένεια, στην αλληλογραφία ή σε άλλες επικοινωνίες ή σε παράνομες επιθέσεις κατά της τιμής και της φήμης του».
Οι πτυχές της ζωής σε σχέση με τις οποίες ένας υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή έχουν επεκταθεί ώστε να συμπεριλαμβάνουν περιουσίες και χώρους εργασίας.
Η φράση "επιθέσεις εναντίον της τιμής και της φήμης του" δεν συμπεριλήφθηκε σε αυτό το τμήμα, καθώς αυτές οι παρεμβολές αντιμετωπίζονται στο άρθρο 16 (Δικαίωμα στην ελευθερία από δυσφήμιση και στιγματισμό). Η φράση "τόσο σε απευθείας σύνδεση όσο και εκτός σύνδεσης" βασίζεται στο ψήφισμα του ΟΗΕ σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή στην ψηφιακή εποχή, το οποίο επιβεβαιώνει ότι τα ίδια δικαιώματα που έχουν και οι χρήστες εκτός σύνδεσης πρέπει επίσης να προστατεύονται ηλεκτρονικά, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.
Η παράγραφος 3 καθορίζει ορισμένες μορφές παρεμβολών οι οποίες ενδέχεται να είναι ανεπίτρεπτες. Οι συντάκτες το θεώρησαν αναγκαίο υπό το πρίσμα των παραδειγμάτων που δόθηκαν στις περιφερειακές διαβουλεύσεις για καταστάσεις στις οποίες οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαν εκβιασθεί μετά την καταγραφή  των ιδιωτικών τους επικοινωνιών

Άρθρο 15
Προστασία από εκφοβισμό ή αντίποινα
Κανένα πρόσωπο δεν υπόκειται, ατομικά ή από κοινού  με άλλους, σε οποιαδήποτε μορφή εκφοβισμού ή αντιποίνων  για λόγους ή σε συνάρτηση με την ιδιότητα (το status), τις δραστηριότητές του ή την εργασία του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

                                     Ερμηνευτικά σχολία
 Το παρόν άρθρο βασίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 της διακύρηξης  των Ηνωμένων Εθνών και στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ σχετικά με το θέμα του εκφοβισμού και των αντιποίνων, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές του Σαν Χοσέ που εγκρίθηκαν από τους προέδρους των σωμάτων των Συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα.  Το Άρθρο 12 παράγραφος 2
προβλέπει ότι:
«Το κράτος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την προστασία από τις αρμόδιες αρχές, ατομικά και σε συνεργασία με άλλους, έναντι κάθε βίας, απειλής, αντιποίνων, de facto  ή de jure δυσμενών διακρίσεων, πίεσης ή οποιασδήποτε άλλης αυθαίρετης ενέργειας ως συνέπεια της νόμιμης άσκησης των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην παρούσα Δήλωση».
Το κείμενο της διάταξης έχει απλουστευθεί, αναφέροντας τον ορισμό της έννοιας "εκφοβισμός ή αντίποινα". Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ορισμός του "εκφοβισμού ή αντίποινων" περιλαμβάνει τη δράση που ασκείται κατά των μελών της οικογένειας, των εκπροσώπων ή των συνεργατών του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή μιας ομάδας, ενώσεως ή οργανισμού με τον οποίο συνδέεται ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο ορισμός περιορίζει τον "εκφοβισμό ή αντίποινα" σε ενέργεια ή παράλειψη "που σχετίζεται με το καθεστώς, την εργασία ή τη δραστηριότητα του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων".
Αυτή η ενότητα επίσης βασίζεται στο άρθρο 11 του νόμου των Φιλιππίνων.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι Πλειάδες προτείνουν να μην ακολουθηθεί αυτή η «απλούστευση», και το κείμενο του άρθρου 15 να έχει ως ακολούθως: «Άρθρο 15
Προστασία από εκφοβισμό ή αντίποινα
Κανένα πρόσωπο δεν υπόκειται, ατομικά ή από κοινού  με άλλους, σε οποιαδήποτε μορφή εκφοβισμού ή αντιποίνων de facto  ή de jure δυσμενών διακρίσεων, πίεσης ή οποιασδήποτε άλλης αυθαίρετης ενέργειας σε βάρος του ή κατά προσώπων με τα οποία συνδέεται, για λόγους ή σε συνάρτηση με την ιδιότητα (το status), τις δραστηριότητές του ή την εργασία του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.»



Άρθρο 16
Προστασία από δυσφήμηση ή στιγματισμό
Κανένας δεν υπόκειται σε καμιά μορφή δυσφήμησης, στιγματισμού ή άλλης παρενόχλησης, είτε εκτός σύνδεσης είτε σε απευθείας σύνδεση, και είτε από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς φορείς, σε συνδυασμό με το καθεστώς (το status), τις δραστηριότητές του ή την εργασία του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

                                    Ερμηνευτικά σχόλια
Το άρθρο  αυτό συμπεριλήφθηκε σε απάντηση σε σχόλια που έγιναν στις περιφερειακές διαβουλεύσεις ότι ο στιγματισμός είναι μία από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια υποστήριξης για το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Κανένα άρθρο της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών δεν αναφέρεται στη δυσφήμιση και τον στιγματισμό των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, οι διατάξεις σχετικά με το ζήτημα εντοπίζονται σε εγχώρια μέσα, όπως το άρθρο 11 του νομοσχεδίου των Φιλιππίνων και το άρθρο 12 του νομοσχεδίου Burkinabe.

Άρθρο 17
Δικαίωμα στην άσκηση των πολιτιστικών Δικαιωμάτων και στην ανάπτυξη της Προσωπικότητας
  1. Καθένας μόνος του και σε συνεργασία με άλλους έχει το δικαίωμα στην ακώλυτη άσκηση των πολιτιστικών δικαιωμάτων του/της στις δραστηριότητες του/της στην εργασία ως υπερασπιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην ελεύθερη και ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του/της.
  2. Το δικαίωμα της παραγράφου 1 περιέχει και το δικαίωμα στην αμφισβήτηση και αλλαγή των παραδοσιακών εθίμων και πρακτικών που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.

                                   Ερμηνευτικά σχόλια
 Το άρθρο βασίζεται στο άρθρο 18 παρ. 1 της Διακύρηξης του Ο.Η.Ε:
«Ο καθένας έχει καθήκοντα πρός και εντός της Κοινότητας, εντός της οποίας και μόνο είναι δυνατή η ελεύθερη και ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του/της».

Το δικαίωμα που ορίζεται σε αυτήν την ενότητα περιλαμβάνει το δικαίωμα:
(1) της ελεύθερης συμμετοχής ή μη συμμετοχής  στην πολιτιστική ζωή των κοινοτήτων ·
(2) της ελεύθερης ανάπτυξης πολλαπλών πολιτιστικών ταυτοτήτων ,
(3) της πρόσβασης στην πολιτιστική κληρονομία όπως επίσης και σε αυτή που ανήκει σε άλλους.
(4) της διατήρησης και χρήσης παραδοσιακών γλωσσών και πολιτιστικών ιδρυμάτων, γης, τόπων και αγαθών. ·
(5) της συμβολής στην δημιουργία, κριτική και ανάπτυξη του πολιτισμού
(6) της ανταλλαγής πολιτιστικών παραδόσεων και πρακτικών με ανθρώπους άλλων πολιτισμών.
Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να προστατεύεται με ιδιαίτερη μέριμνα για τα διακριτά πολιτιστικά δικαιώματα των μειονεκτικών και περιθωριοποιημένων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων ατόμων, ατόμων με ειδικές ανάγκες, εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, μεταναστών, αυτόχθονων πληθυσμών και ατόμων που ζουν στη φτώχεια.



Άρθρο 18
Δικαίωμα αποτελεσματικής  δικαστικής προσφυγής και πλήρους αποκατάστασης
  1. Ο καθένας μόνος του και σε συνεργασία με άλλους έχει δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή και πλήρη αποκατάσταση σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων του παρόντος κεφαλαίου II  ή των υποχρεώσεων του κεφαλαίου III του παρόντος νόμου.
  2. Ο καθένας του οποίου τα δικαιώματα έχουν παραβιαστεί ή έχει θιγεί από παραβίαση υποχρεώσεων έχει το δικαίωμα να προσφύγει σε δικαστήριο ή αρμόδιο φορέα για να εξασφαλίσει αποτελεσματική προσφυγή και πλήρη αποκατάσταση.
  3. Ο καθένας από τους παρακάτω μπορεί να καταθέσει τα παράπονα του στο αρμόδιο Δικαστήριο ή φορέα σχετικά με την παραβίαση των δικαιωμάτων που αφορούν το κεφάλαιο II  ή την παραβίαση των υποχρεώσεων του κεφαλαίου ΙΙΙ  του παρόντος νόμου ως:
          α) υπερασπιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
          β) συνεργάτης του υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
          γ) νομικός ή άλλος εκπρόσωπος του υπερασπιστή ανθρωπίνων               δικαιωμάτων εντεταλμένος να διαχειρίζεται τις υποθέσεις ή αλλιώς να δρα εκ μέρους του υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
          δ) μέλος της οικογένειας του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
           ε) ομάδα, ένωση ή οργανισμός με την οποία ο υπερασπιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων τελεί σε σχέση συνεργασίας.
           στ) κάθε άτομο που λειτουργεί στο πλαίσιο δημόσιου συμφέροντος ή με συνέπεια ως προς τους σκοπούς του παρόντος νόμου.
           η) ο μηχανισμός που ιδρύεται στο  κεφάλαιο IV του παρόντος νόμου.


                                    Ερμηνευτικά σχόλια
Η παράγραφος 1 βασίζεται στο άρθρο 9 παρ.1 της Διακύρηξης του Ο.Η.Ε., η οποία προβλέπει οτι :
«Στο πλαίσιο της άσκησης  των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής και της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που αναφέρονται στην παρούσα δήλωση, ο καθένας έχει το δικαίωμα, μεμονωμένα και σε συνδυασμό με άλλους, να επωφεληθεί  από μια αποτελεσματική δικαστική προσφυγή και να προστατευθεί σε περίπτωση παραβίασης αυτών των δικαιωμάτων».
Η παράγραφος 2 εξειδικεύει ότι οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο σχετικά με παραβιάσεις του κεφαλαίου II του παρόντος νόμου. Η διατύπωση της παρ. 2 είναι βασισμένη στο άρθρο 24 παρ.1 του Καναδικού Χάρτη Δικαιωμάτων και ελευθεριών του 1982.
Η παράγραφος 3  παρέχει τη δυνατότητα σε μια σειρά ατόμων να αναζητήσουν αποκατάσταση σύμφωνα με την σχετική παράγραφο ,  παρόμοια μόνιμη διάταξη ορίζεται στο άρθρο 38 του Συντάγματος της Νοτίου Αφρικής.
Η παράγραφος 3  (στ) είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι η αίτηση για αποκατάσταση μπορεί να λάβει χώρα  ακόμη και αν ένας υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει εξαφανιστεί ή κρατηθεί σε απομόνωση, ή
όπου μια ομάδα ή ένας οργανισμός με τον οποίο συνδέεται έχει κλείσει ή διαλυθεί.
Αυτή η ενότητα βασίζεται επίσης στις βασικές αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής και αποκατάστασης για θύματα αμέσων παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και σοβαρές παραβιάσεις του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, καθώς και της Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Γενικό σχόλιο 31, Φύση της γενικής νομικής υποχρέωσης των συμβαλλομένων κρατών Σύμφωνο, U. N. Doc. CCPR / C / 21 / Rev.1 / Add.13 (2004).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΛΕΙΑΔΩΝ: Δεδομένης της φύσης των απειλών που βιώνουν οι υπερασπιστές, θεωρείται κρίσιμο να προβλεφθεί μηχανισμός άμεσης, επείγουσας προστασίας και να τεθούν χρονικοί περιορισμοί στην ενεργοποίηση των αρχών προληπτικής και αποκαταστατικής δικαιοσύνης (προτεραιοποιημένη διερεύνηση και εκδίκαση, ασφαλιστικά μέτρα).


Άρθρο 19
Περιορισμοί στα δικαιώματα των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο κεφ. II του παρόντος νόμου, ένας υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ατομικά ή σε σχέση με άλλους, υπόκειται μόνο σε περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο,  σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις και τα πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι εύλογοι και αναλογικοί και προορίζονται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της δέουσας αναγνώρισης και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των άλλων και της τήρησης των απαιτήσεων δημόσιας τάξης και της γενικής ευημερίας σε μια δημοκρατική κοινωνία.

                                   Ερμηνευτικά σχόλια
Το άρθρο αυτό βασίζεται στο άρθρο 17 της Διακύρηξης του Ο.Η.Ε., το οποίο προβλέπει οτι :
«Στο πλαίσιο της ενάσκησης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται στην παρούσα Διακήρυξη, όλοι, ενεργώντας ατομικά
και σε συνεργασία με άλλους, υπόκεινται μόνο σε τέτοιους περιορισμούς, που είναι σύμφωνοι με τις ισχύουσες διεθνείς υποχρεώσεις και καθορίζονται από το νόμο αποκλειστικά με σκοπό την εξασφάλιση της δέουσας αναγνώρισης και τον σεβασμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων και την τήρηση των θεμιτών απαιτήσεων της ηθικής, της δημόσιας τάξης και της γενικής ευημερίας σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Οι λέξεις "εύλογες, αναγκαίες και αναλογικές" έχουν προστεθεί ώστε να αντικατοπτρίζεται πληρέστερα η δοκιμασία για τους επιτρεπόμενους περιορισμούς βάσει του διεθνούς δικαίου και να αποσαφηνιστεί  το αποδεικτικό βάρος για τη διαπίστωση του παραδεκτού ενός περιορισμού που προσπαθεί ένα πρόσωπο ή μια αρχή να επιβάλει.
Το άρθρο αυτό δεν περιλαμβάνει περιορισμούς "με σκοπό ... την τήρηση των δίκαιων απαιτήσεων της ηθικής ". Η φράση αυτή παραλείφθηκε με βάση το ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τον αυθαίρετο
Περιορισμό  των δικαιωμάτων των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλων που προκαλούν "παραδοσιακές αξίες" ή πρακτικές.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΛΕΙΑΔΩΝ: Θεωρούμε πως θα έπρεπε να αποσαφηνιστεί περαιτέρω, και δη ρητά, ότι το βάρος απόδειξης της αναλογικότητας του περιορισμού και της συμφωνίας του προς τα διεθνή πρότυπα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φέρουν οι Αρχές που τον επικαλούνται.

Άρθρο 20
Δικαιώματα και Ελευθερίες που δεν επηρεάζονται.

Τίποτα στον παρόντα νόμο δεν επηρεάζει τις διατάξεις που συμβάλλουν περισσότερο στην αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι οποίες ενδέχεται να περιέχονται σε εγχώριες πηγές δικαίου ή το διεθνές δίκαιο ή άλλα μέσα.

                                   Ερμηνευτικά Σχόλια
Το παρόν τμήμα αποτελεί "ρήτρα ασφαλείας", η οποία καθιστά σαφές ότι, στο βαθμό που τα δικαιώματα που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2,
 Κεφάλαιο IΙ είναι λιγότερο εκτεταμένα από τα δικαιώματα των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό το εγχώριο ή το διεθνές δίκαιο, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθούν να δικαιούνται τα πιο εκτεταμένα δικαιώματα.
Η διατύπωση αυτού του άρθρου (20)  βασίζεται στο άρθρο 37 της σύμβασης για την Εξαναγκασμένη Εξαφάνιση.

Άρθρο 21
Ευθύνη για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών
  1. Ο καθένας έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και την ευθύνη να προωθήσει και να αγωνιστεί για την προστασία και την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
  2. Κανείς δεν πρέπει να συμμετέχει, με πράξεις ή παραλείψεις, σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών ή στην υπονόμευση των δημοκρατικών κοινωνιών, θεσμών και διαδικασιών.

                                  Ερμηνευτικά Σχόλια
Το άρθρο αυτό βασίζεται στο άρθρο 18 παρ. 2 και 3 της διακήρυξης του Ο.Η.Ε.
(2) «Τα άτομα, οι ομάδες, τα ιδρύματα και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και  ευθύνη στην υπεράσπιση της δημοκρατίας, την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και τη συμβολή στην προώθηση και  τελειοποίηση  των δημοκρατικών κοινωνιών, θεσμών και διαδικασιών.»
(3) «Τα άτομα, οι ομάδες, τα ιδρύματα και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο και έχουν την ευθύνη να συνεισφέρουν , κατά περίπτωση, στην προώθηση του δικαιώματος του καθενός σε  μια κοινωνική και  διεθνή τάξη στην οποία τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διατυπώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και άλλα μέσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν να υλοποιηθούν πλήρως».

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ. ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΩΝ
Άρθρο 22
Η υποχρέωση σεβασμού, προώθησης, προστασίας και εκπλήρωσης των δικαιωμάτων των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν:
(α) ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες στο Μέρος II του παρόντος Νόμου εγγυώνται και διασφαλίζονται αποτελεσματικά.
(β) ότι όλοι οι νόμοι, οι πολιτικές και τα προγράμματα συνάδουν με τα δικαιώματα στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου, και
(γ) ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι σε θέση να αναλάβουν τις δραστηριότητές τους και να εργαστούν σε ένα ασφαλές και ευνοϊκό περιβάλλον χωρίς περιορισμούς.
Σχολιασμός
Το Τμήμα 22 βασίζεται στο άρθρο 2 (2) της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών που προβλέπει ότι:
Κάθε κράτος να θεσπίζει τα νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα αναγκαία για την εγγυημένη διασφάλιση δικαιωμάτων και ελευθεριών αναφερόμενα στη παρούσα Διακήρυξη αποτελεσματικά. 
Η διατύπωση της διάταξης τροποποιήθηκε για να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σε εθνικό επίπεδο, οι δημόσιες αρχές οφείλουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις του κράτους.
Το άρθρο ενημερώνεται περαιτέρω με πρόσφατες εκθέσεις του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ για την κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες προσδιόρισαν τα στοιχεία ενός ασφαλούς και ευνοϊκού περιβάλλοντος για την εργασία τους.
Το εδάφιο (β) απαιτεί την καθιέρωση συστήματος που να επαληθεύει τη συμβατότητα της προτεινόμενης νομοθεσίας με τα δικαιώματα στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου. Το Παράρτημα II περιέχει παραδείγματα προβλέψεων που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν για το σκοπό αυτό, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με ένα σύστημα κοινού δικαίου και εκείνων που σχετίζονται με ένα σύστημα αστικού δικαίου.

Άρθρο 23
Η υποχρέωση διευκόλυνσης των δραστηριοτήτων και του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
(1) Οι δημόσιες αρχές οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διευκολύνουν και να προστατεύουν την άσκηση των δικαιωμάτων του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου.
(2) Η υποχρέωση του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την υποχρέωση:
(α) να επιτρέπεται και να διευκολύνεται η πρόσβαση, σύμφωνα με τη νομοθεσία, σε χώρους όπου ένα άτομο στερείται της ελευθερίας του·
(β) να επιτρέπεται και να διευκολύνεται η πρόσβαση σε χώρους και στις πληροφορίες που απαιτούνται ώστε οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να ασκούν τα δικαιώματά τους δυνάμει του Μέρους ΙΙ σύμφωνα με το νόμο·
(γ) να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή των θεμελιωδών ελευθεριών που ενδέχεται να έχουν σημειωθεί στο έδαφος ή υπόκεινται στη δικαιοδοσία, συμπεριλαμβάνοντας την εξουσία ή του αποτελεσματικού ελέγχου, της Ελλάδας•
(δ) την ανάπτυξη και εφαρμογή πολιτικών και μέτρων για την προώθηση, στήριξη και ενίσχυση της ικανότητας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να προάγουν και να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες· και
(ε) τη προώθηση και δημόσια αναγνώριση του ρόλου, της λειτουργίας, των δραστηριοτήτων και του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως θεμιτών και σημαντικών.
Σχολιασμός
Το Άρθρο 23 βασίζεται στο Άρθρο 15 του Νόμου της Ακτής Ελεφαντοστού.
Το εδάφιο (2) (δ) βασίζεται στα Άρθρα 2 (α) και 3 του Νομοσχεδίου Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων της Νότιας Αφρικής με Αριθ. 71 από 1997.
Το εδάφιο 2 (ε) ανταποκρίνεται στην ανάγκη, όπως επεσήμανε ο Ειδικός Εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επίσης προσδιορίστηκε κατά τις περιφερειακές διαβουλεύσεις, ότι οι δημόσιες αρχές πρέπει να ευαισθητοποιήσουν και να μιλούν υπέρ των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως σημαντική πτυχή συμβολής ενός ασφαλούς και ευνοϊκού περιβάλλοντος για την εργασία τους.

Άρθρο 24
Η υποχρέωση παροχής ελεύθερης πρόσβασης σε υλικό σχετικό με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες
Οι δημόσιες αρχές να καθιστούν ελεύθερα διαθέσιμες και προσβάσιμες τόσο εκτός διαδικτυακής σύνδεσης (offline) όσο και με διαδικτυακή σύνδεση:
(α) τα διεθνή και περιφερειακά μέσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα·
(β) το Σύνταγμα της Ελλάδας, τις εθνικές νομοθεσίες και κανονιστικές πράξεις·
(γ) τις έρευνες, μελέτες, εκθέσεις, δεδομένα, αρχεία και άλλες πληροφορίες και υλικό που βρίσκονται στην κατοχή των δημόσιων αρχών και αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες·
(δ) τις εκθέσεις και πληροφορίες που υποβάλλονται από την Ελλάδα σε διεθνή και περιφερειακά όργανα και μηχανισμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα·
(ε) τα πρακτικά, τις εκθέσεις και ανακοινώσεις διεθνών και περιφερειακών φορέων και μηχανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα στα οποία συζητείται η Ελλάδα·
(στ) τα έγγραφα και πληροφορίες σχετικά με τις αποφάσεις ή τις δραστηριότητες των εθνικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· και
(ζ) όλες τις άλλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί ή να καταστεί δυνατή η άσκηση οποιωνδήποτε ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή θεμελιωδών ελευθεριών σύμφωνα με το Μέρος ΙΙ ή πρόσβαση σε αγωγή για παραβίαση οποιουδήποτε τέτοιου δικαιώματος.
Σχολιασμός
Το Άρθρο 24 συμπληρώνει το Άρθρο 6 (το Δικαίωμα αναζήτησης, λήψης και διάδοσης πληροφοριών). Το Άρθρο βασίζεται στο άρθρο 14 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών που προβλέπει ότι:
1.                          Το Κράτος έχει την ευθύνη να λαμβάνει νομοθετικά, δικαστικά, διοικητικά ή άλλα κατάλληλα μέτρα για την προώθηση της κατανόησης από όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του για τα αστικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματά τους.
2. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
(α) Τη δημοσίευση και τη διαδεδομένη διαθεσιμότητα των εθνικών νόμων και κανονισμών και των εφαρμοστέων βασικών διεθνών οργάνων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(β) Τη πλήρη και ισότιμη πρόσβαση σε διεθνή έγγραφα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των περιοδικών εκθέσεων του κράτους στα όργανα που ιδρύονται από τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα στα οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος, καθώς και τα συνοπτικά πρακτικά των συζητήσεων και τις επίσημες εκθέσεις αυτών των οργάνων.
 Η πρόσβαση στην πληροφορία αναγνωρίστηκε από τον Ύπατο Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ως ένα από τα "βασικά συστατικά" για ένα ασφαλές και ευνοϊκό περιβάλλον για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλους παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών (βλ. Α/HRC/32/20). Ο Ύπατος Αρμοστής ζήτησε ρητά από τα κράτη να θεσπίσουν νόμους και πολιτικές που προβλέπουν στην ενεργοποίηση της διάδοσης των δεδομένων, και το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες που κατέχουν, τόσο από τις δημόσιες αρχές όσο και από τους ιδιωτικούς φορείς, όπου οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για την άσκηση ή την προστασία του ανθρώπου (βλ. παράγραφο 86 (α) του A/HRC/ 32/20).
Το Άρθρο 24 ορίζει συγκεκριμένες κατηγορίες εγγράφων στα οποία πρέπει να έχουν πρόσβαση οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να εκτελέσουν το έργο τους.

Άρθρο 25
Η υποχρέωση μη αποκάλυψης εμπιστευτικών πηγών
(1)  Οι δημόσιες αρχές δεν αποκαλύπτουν ούτε απαιτούν γνωστοποίηση της ταυτότητας των πηγών που χρησιμοποιούν οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
(2)  Κατά παρέκκλιση του εδαφίου (1), οι δημόσιες αρχές μπορούν να αποκαλύψουν την ταυτότητα των πηγών που χρησιμοποιούν οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εφόσον και η σχετική πηγή και ο σχετικός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενημερώσουν με γραπτή συγκατάθεση για την αποκάλυψη αυτή ή εάν αυτό απαιτείται από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Σχολιασμός
Το Άρθρο 25 βασίζεται στο Άρθρο 16 του Νόμου της Ακτής Ελεφαντοστού. 

Άρθρο 26
Η υποχρέωση πρόληψης και προστασίας κατά εκφοβισμού ή αντίποινων
(1)  Οι δημόσιες αρχές θα λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την πρόληψη και την προστασία από κάθε εκφοβισμό ή αντίποινα από οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.
(2)  Η αναφορά στα "μέτρα" του εδαφίου (1) θα περιλαμβάνει τα μέτρα προστασίας που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι του παρόντος Νόμου.

Σχολιασμός
Το Άρθρο αυτό συμπληρώνει το Άρθρο 15 (το Δικαίωμα απαλλαγής από εκφοβισμό ή αντίποινα). Το Άρθρο αυτό βασίζεται στο Άρθρο 12 (2) της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών που προβλέπει ότι:
Το Κράτος θα λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την προστασία από τις αρμόδιες αρχές για όλους, ατομικά και σε συσχέτιση με άλλους, κατά κάθε βίας, απειλής, αντιποίνων,  de facto ή de jure δυσμενών διακρίσεων, πίεσης ή οποιαδήποτε άλλης αυθαίρετης πράξης ως συνέπεια της νόμιμης άσκησης των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην παρούσα Διακήρυξη.
Το κείμενο της διάταξης έχει απλουστευθεί, αναφέροντας τον ορισμό της έννοιας "εκφοβισμός ή αντίποινα". Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ορισμός "εκφοβισμός ή αντίποινα" περιλαμβάνει πράξεις εναντίον μελών της οικογένειας του υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντιπροσώπους ή συνεργάτες του ή μιας ομάδας, ενώσεως ή οργανισμού με την οποία ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεργάζεται. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο ορισμός περιορίζει τις ενέργειες ή τη παράλειψη  για τον "εκφοβισμό ή αντίποινα" "σε σχέση με την ιδιότητα του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εργασία του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων".
Για λόγους σαφήνειας, το εδάφιο (2) ορίζει ότι τα μέτρα που υποχρεούνται να λάβουν οι δημόσιες αρχές περιλαμβάνουν τα μέτρα προστασίας που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι.

Άρθρο 27
Η υποχρέωση προστασίας από αυθαίρετες ή παράνομες εισβολές και παρεμβολές
(1)  Οι δημόσιες αρχές θα λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την αυθαίρετη ή παράνομη εισβολή και παρεμβολή στην οικογένειά του/της, στο σπίτι, στους χώρους εργασίας, στα υπάρχοντα και στην αλληλογραφία του, τόσο εκτός διαδικτυακής σύνδεσης (offline) όσο και διαδικτυακά.
(2)  "εισβολή και παρεμβολή" στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει και οποιαδήποτε μορφή παρακολούθησης, καταγραφής, έρευνας και κατάσχεσης σε σχέση με τη νόμιμη δραστηριότητα οποιουδήποτε ατόμου ή ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χωρίς τη συγκατάθεσή του/της.

Σχολιασμός
Το Άρθρο 26 εξετάζει μια ανησυχία που προέκυψε από τις περιφερειακές διαβουλεύσεις 11,  και συμπληρώνει το Άρθρο 14 (Δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή). Βασίζεται στη διατύπωση του Άρθρου 13 του νομοσχεδίου Burkinabe.

11 Διεθνής Υπηρεσία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Περιφερειακή διαβούλευση για την κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (28-29 Οκτωβρίου 2014, Τύνιδα, Τυνησία), σ. 4.

Άρθρο 28
Η υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας
(1) Όποτε υπάρχει βάσιμος λόγος να θεωρείται ότι ένας υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σκοτώθηκε, εξαφανίστηκε, βασανίστηκε, υπέστη κακομεταχείριση, κρατήθηκε αυθαίρετα, απειλήθηκε ή υποβλήθηκε σε παραβίαση οποιουδήποτε από τα δικαιώματα στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου, είτε από δημόσια αρχή ή ιδιωτικό φορέα εντός του εδάφους ή στη δικαιοδοσία, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας ή σε ισχύ ελέγχου της Ελλάδας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα πρέπει να διασφαλίσει ότι διενεργείται άμεση, εμπεριστατωμένη, αποτελεσματική, ανεξάρτητη και αμερόληπτη έρευνα με τη δέουσα επιμέλεια και ότι [το αδίκημα και ο φερόμενος δράστης] διώκεται αρμοδίως.
(2) Η έρευνα σύμφωνα με το εδάφιο (1) θα λαμβάνει υπόψη:
(α) κατά πόσο ένα κίνητρο για την παραβίαση των δικαιωμάτων του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιλάμβανε το καθεστώς, τη δραστηριότητα ή την εργασία του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
β) κατά πόσο υπήρξαν προηγούμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συστηματικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση· και
(γ) κατά πόσο η παράβαση διεπράχθη, υποβοηθήθηκε, συνέργησε ή υποστηρίχθηκε από πολλούς φορείς.
(3) Κατά τη διάρκεια της έρευνας σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Εισαγγελική Αρχή διαβουλεύεται με τον μηχανισμό που έχει συσταθεί δυνάμει του Άρθρου 34 και ενημερώνει το θύμα ή την οικογένειά του/της, συγγενείς ή συνεργάτες του για το καθεστώς της έρευνας.
(4) Η Ελλάδα θα πρέπει να ζητήσει τέτοια συνδρομή όπως απαιτείται για τη διενέργεια έρευνας σύμφωνα με το εδάφιο (1) από τα αρμόδια διεθνή ή περιφερειακά όργανα ή μηχανισμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα. 
___________________________________

 (5) Όταν η Εισαγγελική Αρχή δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να διεξαγάγει έρευνα δυνάμει του εδαφίου (1), η Ελληνική Κυβέρνηση ζητεί συνδρομή για διεξαγωγή τέτοιας έρευνας από αρμόδιους διεθνείς ή περιφερειακούς φορείς ή μηχανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σχολιασμός
Σύμφωνα με το παρόν Άρθρο, όταν από το έργο ενός υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκύπτουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι έχει σημειωθεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, η αρμόδια αρχή θα είναι υποχρεωμένη να διερευνήσει αυτή την ενδεχόμενη παραβίαση.
Το Άρθρο βασίζεται στο Άρθρο 9 (5) της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών που προβλέπει ότι:
Το Κράτος θα διεξάγει μια άμεση και αμερόληπτη διερεύνηση ή εξασφάλιση ότι διεξάγεται έρευνα κάθε φορά που υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύεται ότι έχει σημειωθεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε οποιαδήποτε επικράτεια υπό τη δικαιοδοσία του.
Η λέξη «εμπεριστατωμένη»  προστέθηκε στην περιγραφή της έρευνας που θα διεξαχθεί υπό το πρίσμα μιας πρότασης που υποβλήθηκε κατά τις περιφερειακές διαβουλεύσεις.12 Οι όροι «αποτελεσματική», «ανεξάρτητη» και «εύλογη διάρκεια» προστέθηκαν αντικατοπτρίζοντας τη διεθνή νομολογία σχετικά με τη διεξαγωγή ερευνών που ενδέχεται να εμπλέκουν κρατικούς οργανισμούς ή αρχές.13
Το εδάφιο (2) αφορά τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν κατά τις περιφερειακές διαβουλεύσεις, σύμφωνα με τις οποίες τα εγκλήματα κατά των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν διερευνώνται κατά τρόπο που να προβλέπει ότι το κίνητρο για το έγκλημα μπορεί να είναι το έργο τους ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι πολλαπλά εγκλήματα που διαπράττονται κατά ενός υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν συσσωρεύονται στον ίδιο φάκελο έρευνας.
_____________________________
12 Η Διεθνής Υπηρεσία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Consultation on the situation and protection needs of human rights defenders from Western European and Others Group States (22-23 Ιουνίου 2015, Φλωρεντία, Ιταλία), σ. 9: «Τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν την άμεση και εμπεριστατωμένη δίωξη κατά των επιθέσεων εναντίον των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τόσο από κρατικούς όσο και από μη κρατικούς φορείς, ενώ οι δράστες να λογοδοτούν και να υφίσταται παροχή πρόσβασης σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα για τα θύματα».
13 Βλ., π.χ., Pueblo Bello Massacre κατά Κολομβίας (31 Ιανουαρίου 2006) Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Σειρά C αριθ. 140, παράγραφος 142 • Pestaño κατά των Φιλιππίνων, Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Απόψεις: Επικοινωνία αριθ. 942/00, 98η σύνοδος, έγγραφο UN CCPR/C/98/D/1619/2007 (11 Μαΐου 2010). McKerr κατά Ηνωμένου Βασιλείου (2002) 34 EHRR 20.
Το παρόν Άρθρο συμπληρώνει το Άρθρο 18 (Δικαίωμα αποκατάστασης και πλήρους αποζημίωσης). Η συμπερίληψη μιας υποχρέωσης να συμπληρώσει το δικαίωμα αντικατοπτρίζει ότι τα διορθωτικά μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν μη ένδικα βοηθήματα και ότι για την παροχή διορθωτικών μέτρων που εμπίπτουν στην εξουσία δημόσιας αρχής δεν θα πρέπει να απαιτείται προσφυγή σε δικαστήριο από το θύμα της παραβίασης ή από τον εκπρόσωπό του ή της.
Το Άρθρο αυτό επικεντρώνεται στο Άρθρο 9 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αναφέρει σε σχετικό μέρος ότι:
2. Για το σκοπό αυτό, κάθε πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα ή οι ελευθερίες φέρεται να παραβιάζονται έχει το δικαίωμα, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω νομίμως εξουσιοδοτημένης εκπροσώπησης, να υποβάλει καταγγελία και να διεκπεραιωθεί άμεσα η εν λόγω καταγγελία σε δημόσια ακρόαση ενώπιον ανεξάρτητης, αμερόληπτης και αρμόδιας δικαστικής ή άλλης αρχής και να λαμβάνει από την αρχή αυτή μια απόφαση, σύμφωνα με το νόμο, η οποία παρέχει αποκατάσταση, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε οφειλόμενης αποζημίωσης, σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων ή των ελευθεριών του εν λόγω προσώπου, καθώς και την εκτέλεση της ενδεχόμενης απόφασης και ανάθεσης, όλα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
3. Για τον ίδιο σκοπό, ο καθένας έχει το δικαίωμα, ατομικά και σε συνεργασία με άλλους, μεταξύ άλλων:
(α) Να καταγγείλει τις πολιτικές και τις ενέργειες μεμονωμένων αξιωματούχων και κυβερνητικών οργάνων όσον αφορά τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, με αναφορά ή άλλο κατάλληλο μέσο, στις αρμόδιες εθνικές δικαστικές, διοικητικές ή νομοθετικές αρχές ή σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή που προβλέπεται από την έννομη τάξη του κράτους, η οποία θα πρέπει να λάβει την απόφαση επί της καταγγελίας χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση·

Άρθρο 30
Ο εξαναγκασμός, ο εκφοβισμός και τα αντίποινα να τυποποιούν αδίκημα
Η πράξη εκφοβισμού ή αντίποινων, είτε από δημόσιο είτε από ιδιωτικό φορέα, εναντίον προσώπου, με βάση ή σε συνάρτηση με το καθεστώς (το status), τις δραστηριότητές ή την εργασία του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελεί αδίκημα και πρέπει να διώκεται αυτεπαγγέλτως από την Εισαγγελική αρχή και να υπόκειται στις κατάλληλες κυρώσεις που λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος.
Σχολιασμός
Το Άρθρο αυτό βασίζεται στη διατύπωση του Άρθρου 4 (2) της Σύμβασης Κατά των Βασανιστηρίων:
(1)                         Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα διασφαλίζει ότι όλες οι πράξεις βασανιστηρίων αποτελούν αξιόποινες πράξεις του ποινικού του δικαίου. Το ίδιο ισχύει και για κάθε απόπειρα πράξης βασανιστηρίου και για μια πράξη οποιουδήποτε προσώπου που συνιστά συνέργεια ή συμμετοχή σε βασανιστήρια. (2) Κάθε Κράτος Μέρος θα τιμωρήσει αυτά τα αδικήματα με κατάλληλες κυρώσεις που θα λαμβάνουν υπόψη τον σοβαρό χαρακτήρα τους.
Οι κυρώσεις για πράξεις εκφοβισμού ή αντιποίνων θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να αντικατοπτρίζουν ότι οι απειλές και οι επιθέσεις κατά των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν επίσης να αποτελέσουν απειλές και επιθέσεις κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών και των δημοκρατικών κοινωνιών, των θεσμών και των διαδικασιών που υπερασπίζονται.
Το Νομοσχέδιο Burkinabe περιέχει αριθμό διατάξεων (Άρθρα 19 έως 29) δημιουργίας αδικημάτων που σχετίζονται με τον εκφοβισμό ή τα αντίποινα κατά των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτές οι διατάξεις θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως οδηγό για κάθε κράτος που δεν έχει τα υπάρχοντα αδικήματα στο εσωτερικό του δίκαιο σχετικά με εκφοβισμό ή αντίποινα.
Αυτή η ενότητα μπορεί να χρειαστεί προσαρμογή σε εθνικά πλαίσια.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΛΕΙΑΔΩΝ: Θεωρούμε πως πρέπει να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος μεταξύ φορέων και μελών της κοινωνίας των πολιτών, σχετικά με το περιεχόμενο και την τυποποίηση των συναφών με το παρόν άρθρο αδικημάτων.

Άρθρο 31
Η υποχρέωση προώθησης και διευκόλυνσης της παιδείας για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Οι δημόσιες αρχές οφείλουν να προωθούν, διευκολύνουν και προμηθεύουν επαρκώς τη διδασκαλία, την κατάρτιση και την εκπαίδευση σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες από όλες τις δημόσιες αρχές και προς όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία ή υπόκεινται στον έλεγχο της Ελλάδας. Τα προγράμματα διδασκαλίας, κατάρτισης και εκπαίδευσης περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με αυτό το νόμο και τη σημαντική και νόμιμη εργασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σχολιασμός
Το παρόν Άρθρο αποσκοπεί στην εφαρμογή του άρθρου 15 της Διακήρυξης του ΟΗΕ και στην αντιμετώπιση των ανησυχιών που ανακύπτουν στις περιφερειακές διαβουλεύσεις σχετικά με την έλλειψη εκπαίδευσης ή ενημέρωσης σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το σημαντικό και νόμιμο έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Άρθρο 32
Η υποχρέωση εφαρμογής μέτρων προστασίας και επείγοντα μέτρα προστασίας
Οι δημόσιες αρχές θα λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή της προστασίας και των έκτακτων μέτρων προστασίας που καθορίζονται στο Μέρος IV του παρόντος Νόμου.
Σχολιασμός
Αυτό το Άρθρο προορίζεται και είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση ότι όλες οι δημόσιες αρχές που συμμετέχουν ή εμπλέκονται στην προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι υποχρεωμένες και ενδέχεται να υποχρεωθούν να παρέχουν την προστασία που είναι αναγκαία και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους.

Άρθρο 33
Παροχή βοήθειας στους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εξωτερικό
(1) Οι δημόσιες αρχές λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με τις εθνικές και διεθνείς υποχρεώσεις και πρότυπα, για να παρέχουν συνδρομή σε υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εξωτερικό, ο οποίος έχει υποστεί ή μπορεί να υποστεί εκφοβισμό ή αντίποινα για λόγους ή σε συνδυασμό με το καθεστώς του/της, τις δραστηριότητές ή την εργασία ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
(2) Η βοήθεια που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ενδέχεται να συμπεριλάβει, όπως απαιτείται λόγω της φύσης του εκφοβισμού ή των αντιποίνων και την ιθαγένεια του εν λόγω υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων:
(α) να παραλαμβάνει τον υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη διπλωματική αποστολή της χώρας αυτής ή να επισκέπτεται τον υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην κατοικία του ή τους τόπους εργασίας του ή στους χώρους όπου το άτομο στερείται της ελευθερίας του·
(β) να προβεί σε επίσημες δηλώσεις, δημόσιες ή εμπιστευτικές, σε σχέση με τον υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
γ) παρακολούθηση ή παρατήρηση δικαστηρίων ή δικαστικών διαδικασιών στις οποίες συμμετέχει ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
δ) παρακολούθηση και εγγραφή εκθέσεων σχετικά με την κατάσταση του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
ε) έκδοση έκτακτων ή αντικατάσταση ταξιδιωτικών εγγράφων·
στ) παροχή ιατρικής περίθαλψης·
ζ) παροχή στοιχείων τοπικών δικηγόρων·
η) παροχή στοιχείων τοπικών διερμηνέων ·
(θ) επικοινωνία με τα μέλη της οικογένειας του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(ι) τη διευκόλυνση του ατόμου με παροχή συνοδείας του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ασφαλή τοποθεσία ή παροχή άλλης βοήθειας μετεγκατάστασης· και
ια) παροχή οικονομικής βοήθειας·
(ιβ) παροχή δανείων έκτακτης ανάγκης που θα επιτρέψουν στον υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να ταξιδέψει σε ασφαλή τοποθεσία.
Σχολιασμός
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα Άρθρα του Νόμου, το παρόν Άρθρο ασχολείται με την αντιμετώπιση και την παροχή βοήθειας του Κράτους προς τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που βρίσκονται εκτός του Κράτους.
Το Άρθρο παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο επιπλέον του διεθνούς δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσει ότι σε περιπτώσεις όπου το εθνικό δίκαιο ενός Κράτους επιβάλλει πιο επαχθείς υποχρεώσεις όσον αφορά την προστασία των υπηκόων του στο εξωτερικό από ό, τι υπόκεινται στο διεθνές δίκαιο, το Κράτος θα υποχρεωθεί να συμμορφωθεί με αυτές τις πιο επαχθείς εγχώριες υποχρεώσεις.
Για τους υπηκόους ή τους πολίτες μιας χώρας, το εν λόγω εσωτερικό ή διεθνές δίκαιο μπορεί να επιβάλει ή να καταστήσει υποχρεωτική την παροχή συνδρομής στο εν λόγω πρόσωπο όταν βρίσκεται στο εξωτερικό. Για τους αλλοδαπούς ή τους μη υπηκόους, η βοήθεια μπορεί να μην είναι υποχρεωτική, αλλά αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως ορθή πρακτική, όπως αντικατοπτρίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στις εθνικές κατευθυντήριες γραμμές που υιοθετήθηκαν από κράτη όπως η Ελβετία, η Φινλανδία, και η Ολλανδία.


ΜΕΡΟΣ IV. Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Σχολιασμός
Τα κράτη θα πρέπει να θεσπίσουν ή να αναθέσουν, τη χρήση επαρκών πόρων και την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή, μηχανισμών ή προγραμμάτων για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εν λόγω μηχανισμοί ή προγράμματα θα πρέπει να συντονίζονται από ανεξάρτητο όργανο, είτε έχει συσταθεί και έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά για το σκοπό αυτό, είτε μέσω της ανάθεσης μιας τέτοιας εντολής από ήδη υπάρχον όργανο.
Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός μηχανισμών και προγραμμάτων που ένα Κράτος θα μπορούσε να επιλέξει να εφαρμόσει και διαφορετικοί μηχανισμοί και προγράμματα που ενδέχεται να είναι κατάλληλα σε διάφορα Κράτη. Οποιοσδήποτε ο συγκεκριμένος μηχανισμός ή πρόγραμμα που ένα κράτος θα επιλέξει να εφαρμόσει, θα πρέπει να τηρεί τις ακόλουθες βασικές αρχές:
(1) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα πρέπει να αναπτυχθεί, να εφαρμοστεί και να αξιολογηθεί σε στενή συνεννόηση με τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να συμπεριλάβει άμεσα τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις δομές ανάπτυξης, διακυβέρνησης και λήψης αποφάσεων,
(2) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα θα πρέπει να θεσπιστεί ή να ανατεθεί στην εθνική νομοθεσία,
(3) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα πρέπει να είναι ανεξάρτητο από την κυβέρνηση και δεν πρέπει να υπόκειται σε πολιτικούς, διοικητικούς ή οικονομικούς ελέγχους ασυμβίβαστους με την ανεξαρτησία του,
(4) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς και βιώσιμους πόρους,
(5) Στον μηχανισμό ή το πρόγραμμα πρέπει να περιληφθούν μέτρα για την προώθηση ενός ασφαλούς και ευνοϊκού περιβάλλοντος για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την πρόληψη απειλών, κινδύνων και περιορισμών για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για την παροχή επείγουσας και μακροπρόθεσμης προστασίας στους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κίνδυνο,
(6) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα θα πρέπει να επιδιώκει να εντοπίσει και να αντιμετωπίσει τόσο διαρθρωτικούς όσο και συστημικούς παράγοντες που συμβάλλουν στους κινδύνους και να προβλέπει εξατομικευμένη αξιολόγηση για συγκεκριμένους υπερασπιστές,
(7) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα θα πρέπει να αναπτυχθεί και να εφαρμοστεί κατά τρόπον ώστε να εντοπιστεί και να αντιμετωπιστεί η ιδιαίτερη κατάσταση και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες ομάδες υπερασπιστών, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών υπερασπιστριών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και να εφαρμοστεί μια προοπτική όσον αφορά το φύλο,
(8) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένα και όχι γενικά μέτρα προστασίας που να ανταποκρίνονται στο επίπεδο και τη φύση του κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία όπως το φύλο, τη ταυτότητα φύλου και τον γενετήσιο προσανατολισμό, την εθνικότητα, την ηλικία, τη γεωγραφική θέση, τα κοινωνικοοικονομικά πλαίσια και τον ατομικό ή συλλογικό χαρακτήρα του δικαιούχου. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με σαφή μεθοδολογία ανάλυσης κινδύνου και σε συνεννόηση με τους δικαιούχους,
(9) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα θα πρέπει να επικεντρώνεται στην ολιστική ασφάλεια των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των μελών της οικογένειάς τους και των συνεργατών τους, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής ασφάλειας, της ψηφιακής ασφάλειας και της ψυχοκοινωνικής ευημερίας,
(10) Οποιαδήποτε σχέδια ή μέτρα για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται για να υποστηρίζουν και να παρεμβαίνουν ελάχιστα στις δραστηριότητές τους και εργασίες ως υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
(11) Όλο το προσωπικό και λοιπό προσωπικό που συμμετέχει στην εφαρμογή ενός μηχανισμού ή προγράμματος θα πρέπει να ελεγχθεί και εκπαιδευτεί επαρκώς και κατάλληλα, και σε σχέση με την κατάσταση και τις ανάγκες προστασίας των γυναικών υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε σχέση με τις πολλαπλές,  διατομεακές και συστηματικές διακρίσεις, και
(12) Ο μηχανισμός ή το πρόγραμμα θα πρέπει να προωθεί, να συμβάλλει στη διασφάλιση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή της Διακήρυξης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εκθέσεων και συμβουλών στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση και μέσω της συνεργασίας με τους σχετικούς διεθνείς και περιφερειακούς μηχανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αυτές οι βασικές κεντρικές αρχές έχουν αναπτυχθεί λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το σχόλιο της Διακήρυξης, την Έκθεση Μαρτίου 2016 του Ειδικού Εισηγητή για την κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (A/HRC/31/55), την επανεξέταση των διατάξεων και τη λειτουργία μηχανισμών προστασίας στη Βραζιλία, το Μεξικό και την Ονδούρα, καθώς και εκτεταμένη λήψη στοιχείων από υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλες τις περιφέρειες μέσω των περιφερειακών διαβουλεύσεων.
Το Μέρος IV του παρόντος Νόμου έχει συνταχθεί σύμφωνα με αυτές τις βασικές κεντρικές αρχές και προσφέρεται ως ένα πρότυπο για τη λειτουργικότητά τους. Αναγνωρίζεται, ωστόσο, ότι τα διαφορετικά μοντέλα ή προσεγγίσεις είναι νόμιμα και μπορεί να είναι καταλληλότερα, ιδίως σε εθνικό πλαίσιο και σε νομικά και συνταγματικά πλαίσια. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός ή πρόγραμμα σε ένα υπάρχον όργανο, όπως σ’ ένα εθνικό θεσμικό όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με τις Αρχές του Παρισιού, ή με τις λεπτομερείς επιχειρησιακές διατάξεις που ορίζονται στο Μέρος IV του παρόντος που θα μπορούν να κωδικοποιούνται καταλληλότερα με κανονισμό, διάταγμα ή πολιτική.

Άρθρο 34
Η δημιουργία Μηχανισμού για την Προστασία των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
(1)  Η [αρμόδια αρχή] θα διατηρεί, ορίζει ή θεσπίζει έναν Μηχανισμό για τη Προστασία των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία έχει την ευθύνη εντός της [αρμόδιας αρχής] για το συντονισμό της προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Μηχανισμός θα εκτελεί τα καθήκοντά του σε στενή και συνεργατική διαβούλευση [με τον εθνικό οργανισμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ελλάδας και με] την κοινωνία των πολιτών.

(2)  Ο Μηχανισμός θα εκπληρώνει τις ακόλουθες λειτουργίες:
(α) να αποτρέπεται ο εκφοβισμός ή τα αντίποινα·
(β) να προστατεύει τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από εκφοβισμό ή αντίποινα·
(γ) να συμβάλλει στη διασφάλιση της διερεύνησης και της λογοδοσίας για πράξεις εκφοβισμού ή αντιποίνων·
(δ) να διευκολύνει και προωθεί τον συντονισμό μεταξύ των τμημάτων φορέων και των τμημάτων υπηρεσιών για την πρόληψη, την προστασία, τη διερεύνηση και τη διασφάλιση λογοδοσίας για πράξεις εκφοβισμού ή αντίποινων· και
ε) να προωθεί και αναγνωρίσει δημοσίως τον νόμιμο και σημαντικό ρόλο, τη λειτουργία, τις δραστηριότητες και το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

(3)  Κατά την εκτέλεση των λειτουργιών του εδαφίου (2), ο Μηχανισμός μπορεί:
(α) να παρακολουθεί και να ανταποκρίνεται στην κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων για την ασφάλειά τους, καθώς και νομικά και άλλα εμπόδια σε ένα ασφαλές και ευνοϊκό περιβάλλον που ευνοεί την εργασία τους•
(β) να διαβουλεύεται και να συνεργάζεται στενά και σε συνεργασία με υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την εφαρμογή του παρόντος Nόμου·
(γ) να συντονίζει την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, μεταξύ των οποίων την ανάπτυξη πρωτοκόλλων και κατευθυντήριων γραμμών για το σκοπό αυτό, εντός περιόδου που δεν υπερβαίνει τις [180 ημέρες] από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου·
(δ) να εκπονεί αξιολογήσεις των κινδύνων, τρωτότητας ή αντικρούσεων σε [εθνικά, περιφερειακά ή τοπικά] επίπεδα, με στόχο τον εντοπισμό ειδικών αναγκών για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων των κινδύνων βάσει του φύλου και των συλλογικών κινδύνων·
(ε) να ενισχύσει, να συνδράμει και ενημερώσει έρευνες με σκοπό τη δίωξη των αδικημάτων που δημιουργήθηκαν δυνάμει του άρθρου 28·
(στ) να παρακολουθεί ισχύοντα και σχέδια νομοθεσίας και να ενημερώνει την [αρμόδια αρχή] σχετικά με τον αντίκτυπο ή τον πιθανό αντίκτυπο της νομοθεσίας σχετικά με το καθεστώς, τις δραστηριότητες και το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προτείνοντας νομοθετικές τροποποιήσεις, όπου χρειάζεται.
(ζ) να συμβουλεύει όλους τους τομείς της κυβέρνησης για το σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών και προγραμμάτων για την εξασφάλιση και την προστασία των δικαιωμάτων των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(η) να παρακολουθεί και συντάσσει ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα και απευθύνει συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την προώθηση ενός ασφαλούς και ευνοϊκού περιβάλλοντος για την εργασία τους και για τον μετριασμό και την πρόληψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των βασικών αιτιών των παραβιάσεων κατά υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(θ) να προτείνει και εφαρμόζει ή και διασφαλίζει την εφαρμογή μέτρων πρόληψης και προστασίας για τη διασφάλιση της ζωής, της ακεραιότητας, της ελευθερίας, της ασφάλειας και του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση και τις ανάγκες προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αυξημένο κίνδυνο·
(ι) να συμβουλεύει την [αρμόδια αρχή] σχετικά με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά, τη διαδικασία επιλογής, το εισόδημα και την κατάρτιση όλου του προσωπικού και του προσωπικού ασφαλείας που είναι υπεύθυνο για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(ια) να λαμβάνει και να αξιολογεί τις αιτήσεις για μέτρα προστασίας και να εφαρμόζει τα κατάλληλα μέτρα προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έκτακτης ανάγκης, σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές·
(ιβ) τη διάδοση πληροφοριών στο κοινό σχετικά με τα προγράμματα προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον τρόπο πρόσβασής τους, καθώς και σχετικά με το έργο του Μηχανισμού, διασφαλίζοντας τη διαφάνεια όσον αφορά την κατανομή των πόρων·
(ιγ) τη διάδοση πληροφοριών στις αρχές και στο κοινό για τη Δήλωση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για το Δικαίωμα και την Ευθύνη των Ατόμων, των Ομάδων και των Οργάνων της Κοινωνίας για την Προαγωγή και τη Προστασία των Παγκοσμίως Αναγνωρισμένων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, και τον ζωτικό και θεμιτό ρόλο, λειτουργία και έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· και
(ιδ) να καταρτίζει και να υποβάλλει εκθέσεις και ανακοινώσεις σχετικά με την κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα στα αρμόδια διεθνή και περιφερειακά όργανα και μηχανισμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

(4)  Ο Μηχανισμός θα σέβεται και θα διατηρεί την εμπιστευτικότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκείνων που αναφέρονται στο Άρθρο 38 (2) (β) έως (ε). Ο Μηχανισμός, σε συνεργασία με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και σε διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών, θα αναπτύσσει υποχρεωτική πολιτική διαχείρισης των πληροφοριών και της ψηφιακής ασφάλειας για το προσωπικό τους και όλες τις άλλες αρχές που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που λαμβάνει ο Μηχανισμός.

(5)  Ο Μηχανισμός, σε συνεργασία με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και σε συνεννόηση με την κοινωνία των πολιτών, θα προβαίνει σε περιοδικές ανασκοπήσεις της εφαρμογής του παρόντος Νόμου και της αποτελεσματικής λειτουργίας του Μηχανισμού. Η πρώτη ανασκόπηση θα διενεργηθεί εντός [18 μηνών] από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου.

Σχολιασμός

Το παρόν Άρθρο αντλείται από το Άρθρο 14 (3) της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο προβλέπει ότι:

Το Κράτος θα διασφαλίζει και στηρίζει, αρμοδίως, τη δημιουργία και την ανάπτυξη περαιτέρω ανεξάρτητων εθνικών φορέων για την προαγωγή και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών σε όλη την επικράτεια υπό τη δικαιοδοσία του, είτε είναι διαμεσολαβητές, επιτροπές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή οποιαδήποτε άλλη μορφή εθνικού θεσμικού οργάνου.

Η γλώσσα "διατήρηση, προσδιορισμός και καθιέρωση" λαμβάνεται από το Άρθρο 17 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Κατά των Βασανιστηρίων.

Η αξία ενός τέτοιου εθνικού οργάνου για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει υπογραμμιστεί σε αρκετά έγγραφα της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτά περιλαμβάνουν το Ψήφισμα 13/13 της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο:

..] ενθαρρύνει τα Κράτη να δημιουργήσουν και να ενισχύσουν τους μηχανισμούς διαβούλευσης και διαλόγου με τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων με την καθιέρωση ενός κεντρικού σημείου για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός της δημόσιας διοίκησης όπου αυτό δεν υπάρχει, με σκοπό, μεταξύ άλλων, τον εντοπισμό των ειδικών αναγκών προστασίας, συμπεριλαμβανομένου εκείνου για τις γυναίκες υπερασπίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και την εξασφάλιση της συμμετοχής των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ανάπτυξη και την εφαρμογή στοχοθετημένων μέτρων προστασίας. 14 [19]

Το σχόλιο στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών συνιστά στα Κράτη να θέσουν σε εφαρμογή μηχανισμούς προστασίας για την πρόληψη παραβιάσεων κατά των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι αυτοί οι μηχανισμοί θα πρέπει να παρουσιάζουν μια σειρά χαρακτηριστικών, μεταξύ των οποίων:
(α) να καθιερώνονται και λειτουργούν σε διαβούλευση με τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(β) να θεσπίζονται ή ορίζονται από το νόμο·
(γ) με επαρκείς και βιώσιμους πόρους·
(δ) να εξουσιοδοτούνται να καθορίζονται και να εφαρμόζονται προστατευτικά μέτρα που να αντιμετωπίζουν τις ιδιαιτερότητες του προφίλ των υπερασπιστών, μεταξύ άλλων όσον αφορά το φύλο και τον τόπο διαμονής· και
(ε) τη στελέχωση και πόρους ατόμων που έχουν παρακολουθήσει ειδικές εκπαιδευτικές καταρτίσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα θέματα φύλου και για τη διακήρυξη για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


Βλ. Επίσης το Σχόλιο στη σελίδα 21 και την Έκθεση του Ειδικού Εισηγητή για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων A/HRC/13/22). Ένας τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε να καθιερωθεί ανεξάρτητα ή μπορεί να είναι μια λειτουργία ανάθεσης μέσω νόμου σε ένα εθνικό θεσμικό όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από την άποψη αυτή, το Ψήφισμα 22/6 της Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων:
[...] υπογραμμίζει την αξία των εθνικών θεσμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που να έχουν καθιερωθεί και λειτουργούν σύμφωνα με τις Αρχές του Παρισιού, στη συνεχή παρακολούθηση της ισχύουσας νομοθεσίας και στη συνεχή ενημέρωση του Κράτους για τον αντίκτυπό της στις δραστηριότητες των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβάνοντας τη τέλεση σχετικών και συγκεκριμένων συστάσεων.15   [20] 
Στην Έκθεση του Ειδικού Εισηγητή σχετικά με την κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (η Έκθεση Ειδικού Εισηγητή) (A/HRC/25/55 από 23η Δεκεμβρίου 2013), η οποία επεξεργάστηκε τα βασικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μπορούν να λειτουργούν σ’ ένα ασφαλές και εν ενεργεία περιβάλλον, ο Ειδικός Εισηγητής τόνισε ότι τα εθνικά θεσμικά όργανα για τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. παράγραφο 79).
Προκειμένου να διαδραματίσει αυτόν τον κρίσιμο ρόλο, ο Ειδικός Εισηγητής συνέστησε επίσης τα εθνικά θεσμικά όργανα για τα ανθρώπινα δικαιώματα να εκπληρώνουν τα ακόλουθα καθήκοντα (βλέπε σημεία 80-82):
(α) να έχουν καθορισμένη στόχευση για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι θα είναι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση της κατάστασής τους, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων για την ασφάλειά τους, καθώς και νομικά και άλλα εμπόδια για ένα ασφαλές και ευνοϊκό περιβάλλον για τους υπερασπιστές·
β) να παρακολουθούν τα νομικά και διοικητικά πλαίσια που ρυθμίζουν το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και να ενημερώνουν το Κράτος σχετικά με τον αντίκτυπο ή τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της νομοθεσίας στο έργο των υπερασπιστών· και
(γ) τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με προγράμματα προστασίας για τους υπερασπιστές, εφόσον υπάρχουν, και εξασφάλιση της συμμετοχής των υπερασπιστών στο σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση τους.
Οι λειτουργίες του Μηχανισμού σ’ αυτό το Άρθρο προέρχονται από τις συστάσεις στο Σχόλιο, τις Εκθέσεις του Ειδικού Εισηγητή, και υιοθετήθηκαν από την εθνική νομοθεσία όπως στο Νόμο του Μεξικού και στον Νόμο της Ονδούρας.
Το Ελληνικό Κράτος, σε διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών, θα πρέπει να καθορίσει την ακριβή δομή του εθνικού μηχανισμού για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσαρμοσμένων στο ιδιαίτερο σύστημα δημόσιας διακυβέρνησης. Για ευκολία αναφοράς και απλότητα, το εν λόγω Πρότυπο Νόμου θεσπίζει μια τέτοια οντότητα, που αναφέρεται ως Μηχανισμός Προστασίας των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τελικά, το πιο θεμελιώδες σε αυτό το Πρότυπο Νόμου είναι οι λειτουργίες που εκτελούνται από αυτόν τον εθνικό μηχανισμό.
Τα Κράτη θα μπορούν να κατανείμουν τα καθήκοντα αυτά σε διαφορετικές οντότητες που αποτελούν τον εθνικό μηχανισμό για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όταν το Κράτος διαθέτει εθνικό θεσμικό όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα που συμμορφώνεται με τις Αρχές του Παρισιού, το τμήμα αυτό μπορεί να συνταχθεί για να κατανείμει στο εν λόγω θεσμικό όργανο τις ευθύνες και τις λειτουργίες που περιγράφονται στο τμήμα. Το θεσμικό όργανο θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους για να αναλάβει αποτελεσματικά αυτές τις πρόσθετες ευθύνες και λειτουργίες. Εάν ο θεσμός αυτός δεν αναλάβει αυτόν τον ρόλο, τότε το τμήμα θα πρέπει να απαιτεί από τον εθνικό μηχανισμό τη στενή συνεργασια με το εθνικό θεσμικό όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε περίπτωση ίδρυσης ενός ειδικού εθνικού μηχανισμού στο παρόν τμήμα, θα πρέπει να έχει τις ευθύνες και τις λειτουργίες που καθορίζονται στο τμήμα. Το τμήμα θα πρέπει επίσης να καθορίζει το ρόλο οποιουδήποτε κυβερνητικού οργάνου που μπορεί να αποτελεί μέρος του εθνικού μηχανισμού και τη σχέση του αναλόγα με άλλα κυβερνητικά όργανα που αποτελούν μέρος του εθνικού μηχανισμού.
Οι εθνικοί μηχανισμοί για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ισχύοντες νόμους, όπως ο Νόμος του Μεξικού και ο Νόμος της Ονδούρας, συνήθως αποτελούνται από τρία κύρια μέρη:
(1) το κυβερνητικό όργανο που λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις και δίνει τις απαραίτητες εγκρίσεις·
(2) το συμβουλευτικό/συσκεπτικό όργανο που συζητά τα θέματα και συμβουλεύει το κυβερνητικό όργανο· και
(3) το εκτελεστικό όργανο/γραμματεία που εκτελεί τις τεχνικές εργασίες του εθνικού μηχανισμού και υλοποιεί τις αποφάσεις του κυβερνητικού οργάνου.
Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του εθνικού μηχανισμού προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η τελική ευθύνη βαρύνει τον Αρχηγό του Κράτους ή τον Αρχηγό της Κυβέρνησης, ο οποίος πρέπει να εγγυηθεί την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητά του. Μία από τις αποτυχίες των Κρατών στην εφαρμογή των νόμων και των πολιτικών για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εντοπίζονται από την κοινωνία των πολιτών, είναι η έλλειψη πολιτικής υποστήριξης υψηλού επιπέδου.
Ο Νόμος του Μεξικού
Σύμφωνα με το Νόμο του Μεξικού, ο μηχανισμός για την εκπλήρωση του στόχου του Νόμου του Μεξικού αποτελείται από τρεις κύριες οντότητες: (1) το Διοικητικό Συμβούλιο, (2) το Συμβουλευτικό Συμβούλιο, και (3) το Εθνικό Εκτελεστικό Συντονισμό.
Το Κυβερνητικό Συμβούλιο είναι η ανώτατη αρχή του μηχανισμού και το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοσιογράφων. Η εκπροσώπηση της κοινωνίας των πολιτών στο Συμβούλιο διασφαλίζεται από το νόμο. Το Άρθρο 8 του Νόμου του Μεξικού περιγράφει τις εξουσίες του Κυβερνητικού Συμβουλίου.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή είναι συμβουλευτικό όργανο του κυβερνητικού Συμβουλίου που αποτελείται από εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών. Οι εξουσίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής περιέχονται στο Άρθρο 16 του Νόμου του Μεξικού.
Ο Εθνικός Εκτελεστικός Συντονισμός είναι ο τεχνικός φορέας υπεύθυνος για το συντονισμό με τα Κράτη, τις υπηρεσίες της ομοσπονδιακής δημόσιας διοίκησης και τους αυτόνομους φορείς. Αποτελείται από τρεις βοηθητικές μονάδες: (1) τη Μονάδα Λήψης Υποθέσεων και Μονάδας Άμεσης Ανταπόκρισης, (2) τη Μονάδα Αξιολόγησης Κινδύνων και (3) τη Μονάδα Πρόληψης, Παρακολούθησης και Ανάλυσης (βλέπε άρθρο 17). Το Άρθρο 18 του Νόμου του Μεξικού καθορίζει τις αρμοδιότητες του Εθνικού Εκτελεστικού Συντονισμού.
Ο Νόμος της Ονδούρας
Για λόγους σύγκρισης, σύμφωνα με τον Νόμο της Ονδούρας, το Εθνικό Σύστημα για την Προστασία των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των Δημοσιογράφων, των Κοινωνικών Επιστημόνων και των Νομικών Επαγγελματιών (το Εθνικό Σύστημα Προστασίας) αποτελείται από πέντε οντότητες (βλέπε Άρθρο 19): (1) Τον Υπουργό Εξωτερικών, το Υπουργείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και Αποκέντρωσης (ως διοικητικό όργανο)· (2) το Εθνικό Συμβούλιο για την Προστασία των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των Δημοσιογράφων, των Κοινωνικών Επικοινωνών και των Νομικών Επαγγελματιών (το Εθνικό Συμβούλιο Προστασίας). (3) τη Γενική Διεύθυνση του Συστήματος Προστασίας, (4) την Τεχνική Επιτροπή του Μηχανισμού Προστασίας και (5) τη Διεύθυνση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργού Εξωτερικών του Τμήματος Ασφαλείας.
Οι εξουσίες του Υπουργού Εξωτερικών στο Υπουργείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και Αποκέντρωσης ως το κυβερνητικό όργανο του Εθνικού Συστήματος δεν είναι διατυπωμένα στον Νόμο της Ονδούρας.
Το Εθνικό Συμβούλιο Προστασίας ιδρύθηκε ως συσκεπτικό και συμβουλευτικό όργανο του Εθνικού Συστήματος Προστασίας (βλ. Άρθρο 20). Το Άρθρο 24 του Νόμου της Ονδούρας ορίζει τις εξουσίες του Εθνικού Συμβουλίου Προστασίας.
Η Γενική Διεύθυνση του Εθνικού Συστήματος Προστασίας, η οποία αποτελεί μέρος της οργανωτικής δομής του Υπουργού Εξωτερικών στο Υπουργείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και Αποκέντρωσης, είναι η εκτελεστική δομή του Εθνικού Συστήματος Προστασίας (βλ. Άρθρο 28). Το Άρθρο 29 καθορίζει τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της Γενικής Διεύθυνσης του Εθνικού Συστήματος Προστασίας.
Η Τεχνική Επιτροπή του Μηχανισμού Προστασίας είναι υπεύθυνη για τη διεξαγωγή υπαγορεύσεων των αναλύσεων κινδύνου, των διαβουλεύσεων και των αποφάσεων για αιτήσεις προστασίας που υποβάλλονται στη Γενική Διεύθυνση (βλ. Άρθρο 31). Το Άρθρο 32 καθορίζει την εξουσία της Τεχνικής Επιτροπής.
Προκειμένου να προστατευθεί το απόρρητο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των οικογενειών τους και των συνεργατών τους, είναι απαραίτητο τα εθνικά θεσμικά όργανα για τα ανθρώπινα δικαιώματα να διατηρούν το απόρρητο των δεδομένων που συλλέγονται για τα άτομα αυτά. Σύμφωνα με το Άρθρο 31 του Νόμου της Ονδούρας, τα μέλη της Τεχνικής Επιτροπής είναι υποχρεωμένα να τηρούν αυστηρή εμπιστευτικότητα όλων των πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία προστασίας και ανάλυσης υποθέσεων, υπό την επιβολή χρηματικής ποινής.

Τμήμα 35
Διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών
Η [αρμόδια αρχή] θα διαβουλεύεται με υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με άλλους παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών σε σχέση με όλες τις πτυχές του έργου του Μηχανισμού.
                                                                                                                  
Τμήμα 36
Πόροι

(1) Η [αρμόδια αρχή] θα παρέχει στο Μηχανισμό επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους για να μπορεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά της και να ασκήσει πλήρως και αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της.
(2) Για την εκπλήρωση των σκοπών του παρόντος Νόμου και για την απόκτηση πρόσθετων οικονομικών πόρων από εκείνους του εδαφίου (1), η [αρμόδια αρχή] θα ιδρύσει ένα Ταμείο για την Προστασία των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
(3) Οι πόροι του Ταμείου θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εφαρμογή μέτρων προστασίας και μέτρων πρόληψης και άλλων πράξεων που εξουσιοδοτημένων δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(4) Εφόσον δεν υπάρχει πραγματική ή προφανής σύγκρουση συμφερόντων, το Ταμείο μπορεί να λάβει:
(α) επιχορηγήσεις και δάνεια από τον δημόσιο τομέα και τον ιδιωτικό τομέα·
(β) εισφορές από εγχώρια και ξένα άτομα, ομάδες, ενώσεις, οργανώσεις και ιδρύματα· και
(γ) [ποσά που προέρχονται από κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία του Μηχανισμού].
(5) Το Ταμείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το Μηχανισμό και άλλους φορείς που έχουν εξουσιοδοτηθεί από τον Μηχανισμό.
(6) Το Ταμείο θα διαχειρίζεται με πλήρη διαφάνεια και θα περιλαμβάνεται η χρήση του Ταμείου στην ετήσια έκθεση του Μηχανισμού.
Σχολιασμός
Στην Έκθεση του Ειδικού Εισηγητή (στη παράγραφο 131) συνιστάται οι εθνικοί θεσμικοί φορείς που ιδρύθηκαν για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να διαθέτουν «επαρκείς πόρους ώστε να μπορούν να λειτουργούν ανεξάρτητα και να είναι αξιόπιστοι και αποτελεσματικοί» και να τους παρέχονται «υλικοί πόροι για να εξασφαλιστεί η σωματική και ψυχολογική προστασία των υπερασπιστών».
 Στο Ψήφισμα 22/6 της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα Κράτη καλούνται: "να διασφαλίσουν ότι δεν επιβάλλουν διακρίσεις σε ενδεχόμενες πηγές χρηματοδότησης με στόχο την υποστήριξη του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με τη [Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών] ..., εκτός από τις συνήθεις που προβλέπεται για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που δεν σχετίζεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα εντός της χώρας, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η λογοδοσία, και ότι κανένας νόμος δεν πρέπει να ποινικοποιεί ή να απονομιμοποιεί δραστηριότητες υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα λόγω της προέλευσης τούτης της χρηματοδότησης. [21]

Το παρόν Τμήμα βασίζεται στις ακόλουθες πηγές: (α) Άρθρα 48 και 49 του Νόμου του Μεξικού· (β) Άρθρο 16 του Νομοσχεδίου του Νεπάλ· και (γ) το Άρθρου 66 του Νόμου της Ονδούρας και μια σχετική ανάλυση που ανέλαβε από κοινού το CEJIL-PI. 17
_________________________________________
17 www.ishr.ch/sites/default/files/article/files/analisis-ley-de-proteccion-para-defensores- as_translated_final.pdf




Τμήμα 37
Εκπαίδευση και έλεγχος
(1)  Όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στον Μηχανισμό, συμπεριλαμβανομένων των αξιωματούχων ασφαλείας, θα πρέπει να υποβάλλονται στον κατάλληλο έλεγχο και θα λαμβάνουν εκπαίδευση πριν από την έναρξη της συμμετοχής τους, μαζί με τη συνεχιζόμενη κατάρτιση που αποσκοπεί στην πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου.
(2)  Η κατάρτιση βάσει του εδαφίου (1) περιλαμβάνει εκπαίδευση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης και των αναγκών προστασίας των θυμάτων και των πιο ευάλωτων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά εκείνων που ασχολούνται με θέματα του σεξουαλικού προσανατολισμού, την ταυτότητα φύλου και με ζητήματα των χαρακτηριστικών του φύλου, όσων ενεργούν ή εργάζονται σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές και γυναίκες υπερασπίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Σχολιασμός

Στο Ψήφισμα 13/13 της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα κράτη καλούνται:
.. να διατεθούν πόροι για την αποτελεσματική εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής κατάρτισης των ατόμων που εμπλέκονται στην εφαρμογή τους.18

Στην έκθεση του ειδικού εισηγητή (παράγραφος 88) συνιστάται:
.. οι υπάλληλοι ασφαλείας και οι αρμόδιοι αξιωματούχοι για την επιβολή του νόμου που συμμετέχουν σε προγράμματα προστασίας θα πρέπει να λαμβάνουν ειδική κατάρτιση για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θέματα φύλου. Η φυσική προστασία των υπερασπιστών δεν πρέπει να ανατίθεται σε τρίτους εκτός εάν έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση.

Αντί να παρουσιάζονται τα ειδικά προγράμματα κατάρτισης που πρέπει να παρέχουν τα Κράτη στο πλαίσιο του παρόντος Τμήματος, οι συντάκτες του Υποδείγματος Νόμου προτίμησαν να το αφήσουν στη διακριτική ευχέρεια των Κρατών να σχεδιάσουν τα δικά τους προγράμματα κατάρτισης για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη αξιολόγηση του κινδύνου της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε Κράτος και σε συνεννόηση με την κοινωνία των πολιτών.
Το εδάφιο (2) διευκρινίζει ότι η κατάρτιση θα πρέπει να περιλαμβάνει την κατάσταση και τις ανάγκες προστασίας ομάδων υπερασπιστών που είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Αυτοί οι υπερασπιστές μπορεί να διαφέρουν σε διαφορετικά εθνικά πλαίσια.

______________________
18 Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ην. Εθνών, Προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 15 Απριλίου 2010, A/HRC/RES/13/13, παρ. 11.




ΜΕΡΟΣ V. ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Άρθρο 38
Ορισμοί
(1) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως «ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες» νοούνται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που αναγνωρίζονται ή διακηρύσσονται από τα διεθνή και περιφερειακά κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από το διεθνές εθιμικό δίκαιο καθώς και από τους σύμφωνους προς το πλαίσιο αυτό εθνικούς νόμους.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως «εκφοβισμός ή αντίποινα» νοείται κάθε μορφή βίας, απειλής, αντεκδίκησης, δυσμενούς διάκρισης de facto ή de jure, πιέσεων και κάθε άλλης αυθαίρετης ή καταχρηστικής πράξης ή απειλής που αφορά την κατάσταση, την εργασία ή τη δραστηριότητα ενός προσώπου ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ακόμη και αν πρόκειται για εργασία ή δραστηριότητα που του έχει προταθεί ή που αποδίδεται σε αυτό ή και για απόπειρα τέτοιας εργασίας ή δραστηριότητας – σε βάρος:
(α) του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(β) συνεργάτη του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(γ) νομικού ή άλλου αντιπροσώπου του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών του ή να εκπροσωπήσει με άλλον τρόπο τον υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(δ) μέλους της οικογένειας ή συγγενούς του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(ε) ομάδας, ένωσης, οργανισμού, κοινότητας ή δικτύου, είτε τυπικού είτε άτυπου, με το οποίο συνδέεται ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή
(στ) της οικίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή οποιουδήποτε από τα πρόσωπα και τους φορείς που μνημονεύθηκαν στα στοιχεία β΄ έως ε΄ ανωτέρω.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν, επίσης, οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «συνεργάτης» του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: το πρόσωπο μαζί με το οποίο ενεργεί ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών·
(β) «Ταμείο»: το Ταμείο για την Προστασία των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που συστήνεται βάσει του Κεφαλαίου IV, Άρθρο 36, παράγραφος 2·
(γ) «Μηχανισμός»: ο Μηχανισμός για την Προστασία των Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που συστήνεται βάσει του Κεφαλαίου IV·
(δ) «μέτρα προστασίας»: τα μέτρα που προβλέπονται στο Κεφάλαιο IV του παρόντος νόμου, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έκτακτα μέτρα προστασίας·
(ε) «δημόσια αρχή»: το πρόσωπο ή το όργανο που ασκεί λειτουργία δημοσίας φύσεως η οποία του έχει ανατεθεί ή του έχει επιβληθεί από νόμο ή βάσει νόμου ή του έχει δοθεί κατόπιν εξουσιοδοτήσεως, συμβάσεως ή με άλλον τρόπο από κυβερνητική αρχή ή φορέα.
Σχόλια
Παράγραφος 1
Οι συντάκτες του κειμένου επέλεξαν έναν ευρύ ορισμό των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών». Θεώρησαν ότι θα ήταν ενδεχομένως περιοριστικός ένας ορισμός των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών» ο οποίος θα παρέπεμπε σε έναν κωδικοποιημένο κατάλογο διεθνών κειμένων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στα κείμενα αυτά θα περιλαμβάνονταν, πάντως, τα εξής:
(α) η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου·
(β) η Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για το Δικαίωμα και την Ευθύνη των Ατόμων και Κοινωνικών Ομάδων και Φορέων για την Προώθηση και την Προάσπιση των Διεθνώς Αναγνωρισμένων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών·
(γ) η Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων·
(δ) το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα·
(ε) το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα·
(στ) η Σύμβαση για την Εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης εις βάρος των γυναικών·
(ζ) η Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας·
(η) η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού·
(θ) η Διεθνής Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων των διακινούμενων εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους·
(ι) η Διεθνής Σύμβαση για την προστασία όλων των προσώπων από αναγκαστική εξαφάνιση·
(ια) η Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες·
(ιβ) η Διακήρυξη για τα δικαιώματα των αυτόχθονων πληθυσμών·
(ιγ) συναφή περιφερειακά κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο Αφρικανικός Χάρτης των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων και των Λαών [ΣΗΜ. ΠΛΕΙΑΔΩΝ: Η ΕΣΔΑ, Η ΧΑΡΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε. ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΣ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ] και
(ιδ) άλλα συναφή κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταγενέστερα της θέσπισης του παρόντος Νόμου. Θα πρέπει να περιλαμβάνεται ρητώς στην απαρίθμηση αυτή το εθιμικό διεθνές δίκαιο.
Κάθε ορισμός που απαριθμεί τα ειδικότερα κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να προβαίνει σε ενδεικτική μόνο απαρίθμηση, δεδομένου ότι ορισμένοι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενδέχεται να δραστηριοποιούνται για την προώθηση δικαιωμάτων και ελευθεριών που βρίσκονται στο αρχικό στάδιο ανάπτυξής τους και τα οποία δεν έχουν αναγνωρισθεί ακόμη από κάποιο διεθνές κείμενο προστασίας («Ως ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες νοούνται, μεταξύ άλλων, …»).
Το περιεχόμενο πολλών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών έχει αποσαφηνιστεί από αποφάσεις εθνικών και διεθνών οργάνων που έχουν ερμηνεύσει και εφαρμόσει τα διεθνή κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που παρατέθηκαν ανωτέρω, καθώς και στο διεθνές εθιμικό δίκαιο.
Δεδομένης της σημασίας των αποφάσεων αυτών, στον ορισμό των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών» θα μπορούσε να προστεθεί η πρόβλεψη ότι κατά την ερμηνεία της έννοιας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών»μπορεί να γίνεται αναφορά στις αποφάσεις αυτές.
Παράγραφος 2
Ο ορισμός του «εκφοβισμού ή αντιποίνων» στηρίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της Διακήρυξης του ΟΗΕ:
Το Κράτος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι αρμόδιες αρχές προστατεύουν κάθε πρόσωπο, τόσο ατομικά όσο και στο πλαίσιο συνεργασίας με άλλους, από κάθε βία, απειλή, αντίποινα, δυσμενείς διακρίσεις de facto ή de jure, πιέσεις ή κάθε άλλη αυθαίρετη ενέργεια ως συνέπεια νόμιμης άσκησης των δικαιωμάτων του στα οποία αναφέρεται η παρούσα Διακήρυξη.
Η ικανότητα του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να προωθήσει και να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν θίγεται μόνο σε περίπτωση που απειλείται ο ίδιος ο υπερασπιστής αλλά και όταν απειλούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται κοντά του. Για τον λόγο αυτό, ο ορισμός του «εκφοβισμού ή των αντιποίνων» στην παράγραφο 3 περιλαμβάνει ενέργειες σε βάρος των μελών της οικογενείας του υπερασπιστή, των εκπροσώπων ή των συνεργατών του υπερασπιστή καθώς και σε βάρος ομάδας, ενώσεως ή οργανισμού με τον οποίο αυτός συνδέεται.
Οι συντάκτες αποφάσισαν να μην προβούν στην παράγραφο 2, περίπτωση β΄ σε ορισμό του όρου «μέλος της οικογένειας». Ο λόγος για την απόφασή τους αυτή ήταν ότι τυχόν ορισμός του όρου αυτού θα μπορούσε στην πράξη να περιορίσει την εφαρμογή του. Ο όρος «μέλος της οικογένειας» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ευρύτερο δυνατό τρόπο και στο πλαίσιο της κουλτούρας και των εθίμων που επικρατούν στο κάθε κράτος.
Από κανένα εθνικό κείμενο προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν προκύπτει ποιος μπορεί να θεωρηθεί «μέλος της οικογένειας» υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το άρθρο 5 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού προβλέπει τα εξής:
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται την ευθύνη, το δικαίωμα και το καθήκον που έχουν οι γονείς ή, κατά περίπτωση, τα μέλη της διευρυμένης οικογένειας ή της κοινότητας, όπως προβλέπεται από τα τοπικά έθιμα, οι επίτροποι ή άλλα πρόσωπα που έχουν νόμιμα την ευθύνη για το παιδί, να του παράσχουν, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του, τον προσανατολισμό και τις κατάλληλες συμβουλές για την άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζει η παρούσα Σύμβαση.
Αυτός ο ευρύς ορισμός της οικογένειας αντανακλά τη μεγάλη ποικιλία ενός πλέγματος συγγενικών και κοινοτικών δεσμών εντός του οποίου ανατρέφονται τα παιδιά σε όλον τον κόσμο. Βλ. UNICEF, Implementation Handbook for the Convention on the Rights of the Child (2007), Commentary on Article 5, p 76. Section 3A(1) and (2) of the Victorian Magistrates’ Court Act 1989, και §701 του US Securities Act 1933.
Κάθε ορισμός του μέλους της οικογένειας ο οποίος θεσπίζεται από το κράτος όταν αυτό θεσπίζει νομοθεσία για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να στηρίζεται στα διεθνή αυτά κείμενα, να είναι ευρύς και να αναγνωρίζει όχι μόνο τους δεσμούς αίματος αλλά και τους δεσμούς που απορρέουν από γάμο και άλλες μορφές ενώσεως.
Παράγραφος 3
Ο ορισμός του «συνεργάτη» που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 3, περίπτωση α΄, είναι ευρύς, προκειμένου να περιλαμβάνει την ποικιλία των πιθανών σχέσεων εργασίας μεταξύ ενός υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των προσώπων με τα οποία ενεργούν από κοινού για την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο ορισμός της «δημόσιας αρχής» αποτελεί μια απλουστευμένη εκδοχή του ορισμού του «δημόσιου οργάνου» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 4 του Victorian Charter of Human Rights and Responsibilities Act 2006.
Ενδέχεται ο ορισμός της «δημόσιας αρχής» του άρθρου 38, παράγραφος 3, περίπτωση ε΄ να πρέπει να προσαρμοσθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες του κράτους που θεσπίζει νομοθεσία για την αναγνώριση και την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Άρθρο 39
Απαγόρευση των διακρίσεων κατά την εφαρμογή του Πρότυπου Νόμου
Ο παρών νόμος ισχύει για όλους τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία, βρίσκονται στην επικράτεια ή τελούν υπό την έλεγχου του Ελληνικού Κράτους, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών και άλλων απόψεων, εθνοτικής ή κοινωνικής καταγωγής, εθνικότητας, ηλικίας, οικονομικής κατάστασης, ιδιοκτησίας, οικογενειακής κατάστασης, γέννησης, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, χαρακτηριστικών φύλου ή άλλης κατάστασης.
Σχόλια
Το άρθρο αυτό συμπεριελήφθη στον Πρότυπο Νόμο σε συμμόρφωση προς μια πρόταση που υποβλήθηκε στο πλαίσιο των τοπικών διαβουλεύσεων.[9] Πρόκειται για μια πρόσθετη προστασία με σκοπό να διασφαλιστεί ότι όλοι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απολαύουν των δικαιωμάτων και της προστασίας που προβλέπονται από τον Νόμο αυτόν.
Διατάξεις παρόμοιες με το άρθρο 39 περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:
Κάθε άνθρωπος δικαιούται να επικαλείται όλα τα δικαιώματα και όλες τις ελευθερίες που προκηρύσσει η παρούσα Διακήρυξη, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, ειδικότερα ως προς τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τις θρησκείες, τις πολιτικές ή οποιεσδήποτε άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την περιουσία, τη γέννηση ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση. Δεν θα μπορεί ακόμα να γίνεται καμία διάκριση εξαιτίας του πολιτικού, νομικού ή διεθνούς καθεστώτος της χώρας από την οποία προέρχεται κανείς, είτε πρόκειται για χώρα ή εδαφική περιοχή ανεξάρτητη, υπό κηδεμονία ή υπεξουσία, ή που βρίσκεται υπό οποιονδήποτε άλλον περιορισμό κυριαρχίας.
Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της Διεθνούς Συμβάσεως για την Προστασία των Διακινούμενων Εργαζομένων (Σύμβαση για τους Διακινούμενους εργαζόμενους):
Η παρούσα Σύμβαση ισχύει, πλην αντίθετης πρόβλεψης κατωτέρω, για όλους τους διακινούμενους εργαζομένους και τα μέλη των οικογενειών τους, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, ειδικότερα ως προς το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, πολιτικές ή άλλες απόψεις, εθνοτικής ή κοινωνικής καταγωγής εθνικότητας, ηλικίας, οικονομικής θέσης, περιουσίας, οικογενειακής κατάστασης, γέννησης ή άλλης κατάστασης.
Στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα:
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν να εγγυηθούν ότι τα δικαιώματα που περιέχονται σ’ αυτό θα ασκούνται χωρίς οποιαδήποτε διάκριση φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκεύματος, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης περιουσίας, γεννήσεως ή κάθε άλλης καταστάσεως.
Στο άρθρο 39 χρησιμοποιήθηκε το γράμμα της Σύμβασης για τους Διακινούμενους Εργαζομένους, καθώς αυτή περιλαμβάνει την πιο εκτεταμένη απαρίθμηση απαγορευόμενων βάσεων διακρίσεως. Στην απαρίθμηση αυτή προστέθηκαν οι ιδιότητες της αναπηρίας, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας γένους και των χαρακτηριστικών φύλου, προκειμένου να ανταποκρίνεται στα πρότυπα του διεθνούς δικαίου και στη νομολογία, περιλαμβανομένης της Σύμβάσεως για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία,[10] και των Yogyakarta Principles on the Application of International Human Rights Law in relation to Sexual Orientation and Gender Identity,[11]αντιστοίχως. 



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. ΠΙΘΑΝΕΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ, ΤΟΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Σχόλια
Το παράρτημα αυτό περιλαμβάνει διάφορες διατάξεις που μπορούν να ενταχθούν στον Πρότυπο Νόμο ή σε κανονισμούς ή διάταγμα, προκειμένου να παρασχεθεί μεγαλύτερη καθοδήγηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα καταστεί λειτουργικό το τμήμα IV του Νόμου.
Άρθρο 1
Αίτηση μέτρων προστασίας
(1) Ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα πρόσωπα του άρθρου 32, παράγραφος 2, περιπτώσεις β΄ έως ε΄, δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση μέτρων προστασίας, εγγράφως ή προφορικά με αυτοπρόσωπη παρουσία [χρησιμοποιώντας το προβλεπόμενο έντυπο] ή μέσω γραμμής επείγουσας προστασίας που δημιουργείται για τον σκοπό αυτό και είναι διαθέσιμη 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, όλες τις ημέρες της εβδομάδας.
(2) Στο μέτρο που λόγω των περιστάσεων δεν είναι εφικτή η υποβολή έγγραφης αίτησης, η αίτηση μέτρων προστασίας μπορεί να υποβληθεί προφορικά με αυτοπρόσωπη παρουσία ή μέσω της [γραμμής επείγουσας προστασίας που δημιουργείται για το σκοπό αυτό].
(3) Ο [υπάλληλος που παραλαμβάνει μια τέτοια αίτηση]:
(α) καταγράφει τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή μέτρων προστασίας ή επειγόντων μέτρων προστασίας και
(β) διαβιβάζει στον Μηχανισμό αμελλητί και πάντως εντός [6 ωρών] από την υποβολή της αίτησης γραπτή καταχώριση της αίτησης και
(γ) όταν φαίνεται ότι υφίσταται κίνδυνος άμεσης πράξης εκφοβισμού ή αντιποίνων, διαβιβάζει αμέσως αντίγραφο της αίτησης στον Μηχανισμό.
Άρθρο 2
Αξιολόγηση της αίτησης μέτρων προστασίας
(1) Όταν δεν εφαρμόζεται η διαδικασία επειγόντων μέτρων προστασίας του άρθρου 4, ο Μηχανισμός εντός [δύο εβδομάδων] από την παραλαβή αίτησης μέτρων προστασίας:
(α) συντάσσει ολοκληρωμένη ανάλυση κινδύνου, προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος πράξεων εκφοβισμού ή αντιποίνων, λαμβάνοντας υπόψη τη διάσταση του φύλου καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες και ανάγκες προστασίας για τις γυναίκες υπερασπίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για λοιπούς υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο, και εντοπίζοντας τις πηγές των παραβάσεων και
(β) κρίνει αν πρέπει να εγκριθεί η αίτηση μέτρων προστασίας.
(2) Όταν γίνεται δεκτή η αίτηση μέτρων προστασίας, εντός του ίδιου διαστήματος [των δύο εβδομάδων] ο Μηχανισμός:
(α) επεξεργάζεται το σχέδιο προστασίας και ορίζει τα μέτρα προστασίας που πρέπει να εφαρμοστούν·
(β) εξειδικεύει το χρονοδιάγραμμα και τον τρόπο εφαρμογής των μέτρων προστασίας και
(γ) ορίζει τον δικαιούχο ή τους δικαιούχους των μέτρων προστασίας.
(3) Οι δικαιούχοι των μέτρων προστασίας μπορούν να είναι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και τα πρόσωπα του άρθρου 38, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ έως ε΄.
(4) Τα μέτρα προστασίας εφαρμόζονται μόνον εφόσον συμφωνεί ο δικαιούχος ή οι δικαιούχοι.
(5) Απόφαση του Μηχανισμού βάσει των παραγράφων 1 και 2 κοινοποιείται εγγράφως στον αιτούντα και πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
(6) Ζητείται η γνώμη του αιτούντος τόσο ως προς την ανάλυση κινδύνου που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο α΄ όσο και ως προς το σχέδιο και τα μέτρα που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2, στοιχείο α΄.
(7) Με τη ρητή συναίνεση του δικαιούχου ή των δικαιούχων, ο Μηχανισμός γνωστοποιεί την ανάλυση κινδύνου στις αρχές που είναι αρμόδιες για την έρευνα κάθε προβαλλόμενου εγκλήματος σε βάρος των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των προσώπων του άρθρου 38 παράγραφος 2, στοιχεία β΄ έως ε΄.
Σχόλια
Το άρθρο αυτό στηρίζεται ιδίως στο άρθρο 7 του Mexican Law.
Για το μοντέλο του παρόντος Πρότυπου Νόμου έχει θεμελιώδη σημασία ο δικαιούχος των μέτρων προστασίας να έχει το δικαίωμα σε μια ολοκληρωμένη ανάλυση κινδύνου σε σχέση με την οποία ζητείται η γνώμη του ίδιου ή του εκπροσώπου του.
Στην Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας (στην παράγραφο 88) διατυπώνεται η πρόταση:
…να ζητείται η γνώμη των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη δημιουργία ή την αναθεώρηση προγραμμάτων προστασίας και η δομή των προγραμμάτων αυτών πρέπει να ορίζεται με νόμο. Τα προγράμματα προστασίας ... πρέπει να αξιολογούν επίσης την ασφάλεια των μελών της οικογένειας και των συγγενών των υπερασπιστών.
Η Ειδική Εισηγήτρια (στην παράγραφο 89) επαινεί τον Mexican Law διότι εγγυάται:
… το δικαίωμα του δικαιούχου να συμμετάσχει στην ανάλυση κινδύνου και στον καθορισμό των προστατευτικών μέτρων που τον αφορούν.

Βάσει του άρθρου 25 του Mexican Law οι αιτήσεις εξετάζονται μόνον εφόσον στηρίζονται από τον φερόμενο ως δικαιούχο (των μέτρων προστασίας που ζητούνται), εκτός αν έχει περιοριστεί σοβαρά η ικανότητα του δικαιούχου να δώσει τη συναίνεσή του.

Άρθρο 3
Επεξεργασία σχεδίων και μέτρων προστασίας
(1) Εντός [έξι μηνών] από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, ο Μηχανισμός καταρτίζει, κατόπιν διαβούλευσης με την κοινωνία των πολιτών, έναν ενδεικτικό κατάλογο μέτρων προστασίας βάσει των διεθνών καλών πρακτικών. Ανά [έξι] μήνες γίνεται αναθεώρηση και επικαιροποίηση του καταλόγου.
(2) Τα μέτρα προστασίας που μπορεί να εφαρμόσει ο Μηχανισμός και οι σχετικές δημόσιες αρχές για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των προσώπων που μνημονεύονται στο άρθρο 38, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ έως ε΄ περιλαμβάνουν τα εξής:
(α) χορήγηση κινητών τηλεφώνων, ραδιοφώνων, δορυφορικών τηλεφώνων και λοιπού εξοπλισμού επικοινωνίας·
(β) εγκατάσταση καμερών, κλειδαριών, φωτισμού και λοιπών μέτρων ασφαλείας στην οικία ή τους χώρους εργασίας του δικαιούχου·
(γ) χορήγηση αλεξίσφαιρων γιλέκων·
(δ) εγκατάσταση ανιχνευτών μετάλλου·
(ε) χορήγηση τεθωρακισμένων οχημάτων·
(στ) εγκατάσταση τηλεφωνικών γραμμών έκτακτης ανάγκης·
(ζ) διάθεση ένοπλου ή άοπλου προσωπικού ασφαλείας·
(η) παροχή νομικής βοήθειας ή πρόσβαση σε νομική βοήθεια·
(θ) παροχή συμβουλών, υποστήριξης και υποδομής ασφάλειας στον κυβερνοχώρο·
(ι) δημόσιες ή ιδιωτικές δηλώσεις ή εκφράσεις στήριξης·
(ια) παρακολούθηση ή παράσταση σε δίκες ή νομικές διαδικασίες·
(ιβ) διάθεση ασφαλούς κατοικίας·
(ιγ) παροχή νέων εγγράφων ταυτότητας·
(ιδ) ταξιδιωτική συνδρομή·
(ιε) μετεγκατάσταση εκτός της περιοχής κινδύνου·
(ιστ) μεταφορά σε ασφαλές μέρος·
(ιζ) ψυχοκοινωνική υποστήριξη, περιλαμβανομένης της συμβουλευτικής για την αντιμετώπιση τραύματος, τη διαχείριση άγχους και την ευεξία και
(ιη) οικονομική στήριξη ή ενίσχυση εισοδήματος.
(3) Ο Μηχανισμός συζητά και συνεννοείται με τον ή τους δικαιούχους κατά την επεξεργασία και την εφαρμογή των σχεδίων και μέτρων προστασίας.
Σχόλια
Το άρθρο αυτό στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο άρθρο 33 του Mexican Law και στην παράγραφο 4.2 του Guatemalan Catalogue, με την προσθήκη αναφορών σε απειλές που μνημονεύθηκαν σε όλες τις τοπικές διαβουλεύσεις.
Είναι σημαντικό ο μηχανισμός για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να συνδέεται με τη διενέργεια ερευνών ως προς κινδύνους με τους οποίους έρχονται αντιμέτωποι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι έρευνες σχετικά με τυχόν διάπραξη εγκλημάτων σε βάρος του δικαιούχου μπορούν να διευκολυνθούν με την αποστολή της αναλύσεως κινδύνου που αφορά τον δικαιούχο προς τις ανακριτικές αρχές, με τη ρητή συναίνεσή του.
Άρθρο 4
Επείγοντα σχέδια και μέτρα προστασίας
(1) Όταν από την αίτηση μέτρων προστασίας κατά το άρθρο 1 προκύπτει ότι υφίσταται κίνδυνος άμεσων πράξεων εκφοβισμού ή αντιποίνων, ο Μηχανισμός κρίνει αμελλητί και το αργότερο εντός [έξι ωρών] από την υποβολή της αίτησης αν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος άμεσων πράξεων εκφοβισμού ή αντιποίνων.
(2) Αν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος άμεσων πράξεων εκφοβισμού ή αντιποίνων, ο Μηχανισμός αμελλητί και, πάντως, εντός της ίδιας προθεσμίας [των έξι ωρών] επεξεργάζεται επείγον σχέδιο προστασίας και ο Μηχανισμός και οι σχετικές δημόσιες αρχές εφαρμόζουν επείγοντα μέτρα προστασίας σε συμφωνία με τον δικαιούχο ή τους δικαιούχους.
(3) Τα επείγοντα μέτρα προστασίας περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
(α) μεταφορά σε ασφαλές μέρος·
(β) προσωρινή μετακίνηση εκτός της περιοχής κινδύνου·
(γ) συνοδεία από εξειδικευμένο προσωπικό ασφαλείας·
(δ) μέτρα προστασίας της περιουσίας και
(ε) λοιπά μέτρα που κρίνει ο Μηχανισμός αναγκαία για την προστασία του δικαιούχου ή των δικαιούχων.
Σχόλια
Η Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας (στην παράγραφο 89) επαινεί τον Mexican Law για την πρόβλεψη «εξαιρετικής διαδικασίας επείγουσας ανταπόκρισης εντός διαστήματος μικρότερου των 12 ωρών». Το παρόν άρθρο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα άρθρα 26 και 32 του Mexican Law.
Άρθρο 5
Επανεξέταση και οριστική διακοπή των μέτρων προστασίας
(1) Ο Μηχανισμός θα προβαίνει ανά διαστήματα σε αξιολόγηση των μέτρων προστασίας και εφόσον το κρίνει σκόπιμο θα διατηρεί, θα τροποποιεί ή θα διακόπτει οριστικά τα μέτρα προστασίας που εφαρμόζονται βάσει του παρόντος Νόμου· για τον σκοπό αυτό δύναται:
(α) να προβαίνει σε συνεντεύξεις των ωφελούμενων των μέτρων προστασίας·
(β) να ζητεί από τους δικαιούχους να υποβάλουν εκθέσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα έχουν εφαρμοσθεί·
(γ) να ζητεί από τους δικαιούχους πληροφορίες σχετικά με τυχόν πρόοδο των ερευνών και των νομικών διαδικασιών·
(δ) να εξετάζει αν υφίστανται νέες περιστάσεις που ενδεχομένως αυξάνουν τον κίνδυνο πράξεως εκφοβισμού ή αντιποίνων και
(ε) να προβαίνει σε ενδιάμεση αξιολόγηση κινδύνων, η οποία περιλαμβάνει και ζητήματα όπως το γενικότερο πλαίσιο και οι γενεσιουργοί λόγοι.
(2) Αν τα μέτρα προστασίας απαιτούν την απομάκρυνση από επικίνδυνη περιοχή, πρέπει να καταστρωθεί σχέδιο ασφαλούς επιστροφής σε συνεννόηση με τον δικαιούχο.
(3) Αν ο Μηχανισμός προτείνει να τροποποιήσει ή να διακόψει οριστικά τα μέτρα προστασίας, οφείλει:
(α) να ενημερώσει καταλλήλως τον ή τους δικαιούχους για την πρόθεσή του αυτή και
(β) να παράσχει κατάλληλη διαδικασία και επαρκή δυνατότητα στον ή τους δικαιούχους να τοποθετηθούν επ’ αυτού.
(4) Αν ο Μηχανισμός κρίνει ότι ο δικαιούχος των μέτρων προστασίας προβαίνει σκοπίμως και επανειλημμένως σε κακή χρήση των μέτρων προστασίας, δύναται να τα τροποποιήσει.
(5) Ο Μηχανισμός μπορεί να θέσει τέρμα στα μέτρα προστασίας αν κρίνει ότι δεν υφίσταται πλέον πραγματικός κίνδυνος να υπάρξει πράξη εκφοβισμού ή αντιποίνων.
Σχόλια
Το παρόν άρθρο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις παραγράφους 3.2.2.4 και 3.2.2.5 του Guatemalan Catalogue. Εμπνέεται επίσης από τα άρθρα 36 και 37 του Mexican Law.

Άρθρο 6
Προσφυγή κατά των αποφάσεων του Μηχανισμού
(1) Ο αιτών προσωρινά μέτρα βάσει του άρθρου 1 μπορεί να προσφύγει ενώπιον του [αρμόδιου δικαστηρίου ή άλλης ανεξάρτητης αρχής] κατά:
(α) της απόφασης του Μηχανισμού να μην κάνει δεκτή την αίτηση μέτρων προστασίας·
(β) της απόφασης του Μηχανισμού να τροποποιήσει ή να διακόψει οριστικά τα μέτρα προστασίας·
(γ) των μέτρων προστασίας που επέλεξε ο Μηχανισμός·
(δ) της αξιολόγησης και της απόφασης του Μηχανισμού βάσει των άρθρων 2 έως 4 και
(ε) της εφαρμογής των μέτρων προστασίας.
(2) Προσφυγή βάσει του άρθρου αυτού μπορεί να ασκηθεί εντός [30 ημερών] από την κοινοποίηση αποφάσεως του Μηχανισμού. [ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΛΕΙΑΔΩΝ ή από την διαπίστωση της ανεπάρκειας ή κακής εφαρμογής μέτρου ή μέτρων]
(3) Ακόμη και αν έχει εκδοθεί απόφαση του Μηχανισμού να μην εγκρίνει ή να αποσύρει τα μέτρα προστασίας, ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα πρόσωπα του άρθρου 38, παράγραφος 2, περιπτώσεις β΄ έως ε΄, μπορούν να υποβάλουν εκ νέου αίτηση μέτρων προστασίας αν ανακύψουν νέα πραγματικά περιστατικά.
(4) Σε σχέση με την παράγραφο 1, περίπτωση [ε], όταν το [αρμόδιο δικαστήριο ή άλλη αρμόδια ανεξάρτητη αρχή] διαπιστώνει ότι υπήρξε μικρή ή ανεπαρκής εφαρμογή των μέτρων προστασίας, τότε δύναται επίσης:
(α) να κινήσει [πειθαρχική διαδικασία] και
(β) να επιβάλει [πρόστιμο ύψους έως …].
[ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΛΕΙΑΔΩΝ: Σε περίπτωση που η έλλειψη ανταπόκρισης τυποποιεί ποινικό αδίκημα, μπορεί να ακολουθήσει δίωξη των υπαιτίων οργάνων]
Σχόλια
Στην Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας (στη παράγραφο 89) ο Mexican Law επαινείται για τη θέσπιση διαδικασίας προσφυγών και την πρόβλεψη ότι θα επιβάλλονται κυρώσεις βάσει νόμου σε όσους δημοσίους υπαλλήλους δεν εφαρμόζουν τα μέτρα που διατάσσονται από τον Μηχανισμό.
Το παρόν άρθρο στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο Κεφάλαιο XI του Mexican Law.
Μπορεί να φανούν χρήσιμα στο πλαίσιο αυτό και τα άρθρα 54 και 55 του Honduran Law.
Άρθρο 7
Μέτρα προβολής και πρόληψης
(1) Ο Μηχανισμός προωθεί την αναγνώριση και τη στήριξη του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την πρόληψη πράξεων εκφοβισμού ή αντιποίνων.
(2) Για την επίτευξη του σκοπού της παραγράφου 1 ο Μηχανισμός:
(α) προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις και αυξάνει την ευαισθητοποίηση του κοινού, ιδίως με την ενημέρωση και την εκπαίδευσή του και μέσω της χρήσης όλων των μέσων ενημέρωσης για την προώθηση του σημαντικού νόμιμου έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
(β) προτείνει μέτρα πρόληψης·
(γ) καταγράφει σε εθνικό επίπεδο πράξεις εκφοβισμού ή αντιποίνων, προκειμένου να συλλέγει και να οργανώνει δεδομένα που αφορούν τέτοιες απειλές και συντάσσει εκθέσεις με τα σχετικά πορίσματα·
(δ)  εντοπίζει τα χαρακτηριστικά που εμφανίζει συστηματικά η επιθετική συμπεριφορά σε βάρος των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
(ε)  προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις και  καταπολεμά με κάθε άλλο τρόπο τις διακρίσεις, τον στιγματισμό και τη δυσφήμιση που εκδηλώνονται σε βάρος των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ομάδων υπερασπιστών, καθώς και των προσώπων του άρθρου 38, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ έως ε΄ και
(στ) αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των μέτρων πρόληψης, των μέτρων προστασίας και των επειγόντων μέτρων προστασίας που έχουν εφαρμοστεί.
(3) Τα μέτρα πρόληψης της παραγράφου 2, στοιχείο β΄, περιλαμβάνουν τον σχεδιασμό συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και σχέδια έκτακτης ανάγκης για την αποτροπή πράξεων εκφοβισμού ή αντιποίνων.
Σχόλια
Είναι σημαντικό ο Μηχανισμός να προτείνει μέτρα προώθησης και προστασίας και να καταγράφει διαρκώς τις απειλές κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ασφάλειας και της ελευθερίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκειμένου να εντοπίζει τα χαρακτηριστικά που εμφανίζει συστηματικά η επιθετική συμπεριφορά, να χαρτογραφεί τους κινδύνους που ανακύπτουν για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των μέτρων πρόληψης, των μέτρων προστασίας και των επειγόντων μέτρων προστασίας που έχουν ήδη εφαρμοστεί.
Το παρόν άρθρο στηρίζεται στις αρχές που αφορούν το καθεστώς των εθνικών φορέων [για την προάσπιση και την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (αρχές του Παρισιού)], ιδίως όσον αφορά την ευαισθητοποίηση του κοινού, καθώς και στο άρθρο 23 και το κεφάλαιο VIII του Mexican Law.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II. ΠΙΘΑΝΕΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΛΟΙΠΩΝ ΝΟΜΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΤΥΠΟ ΝΟΜΟ
Σχόλια
Πέραν της θέσπισης ειδικής νομοθεσίας για την προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα κράτη πρέπει να εξετάσουν και να τροποποιήσουν τους νόμους που περιορίζουν ή ποινικοποιούν σημαντικές δραστηριότητες και έργα των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στηριζόμενο στην υφιστάμενη νομοθεσία προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το παρόν παράρτημα θεσπίζει έναν μηχανισμό ελέγχου της συμβατότητας λοιπών νομοθετημάτων προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Νόμου και ερμηνείας των λοιπών νομοθετημάτων κατά τρόπο σύμφωνο προς τον Νόμο.
Οι διατάξεις αυτές ενδέχεται να μην είναι αναγκαίες ή κατάλληλες στις έννομες τάξεις στις οποίες υφίσταται ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προνομοθετική ή νομοθετική διαδικασία για τον εντοπισμό και την αποτροπή ασυμβατότητας μεταξύ του εθνικού δικαίου και του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΛΕΙΑΔΩΝ: Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία στοχεύει στην έναρξη του δημόσιου διαλόγου, αλλά και στις διαβουλεύσεις μεταξύ φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών και μεταξύ των τελευταίων και Κυβερνητικών Αρχών, προς την κατεύθυνση της νομικής αναγνώρισης των Υπερασπιστών, της υιοθέτησης προστατευτικής νομοθεσίας σε εθνικό επίπεδο, της θέσπισης Εθνικού Μηχανισμού Καταγραφής, Πρόληψης και Προστασίας Υπερασπιστών. Θεωρούμε πως θα πρέπει να γίνει απόπειρα καταγραφής όλων των διατάξεων στη νομοθεσία μας που παρεμποδίζουν, θυματοποιούν ή ενδέχεται να παρεμποδίσουν και θυματοποιήσουν ΥΑΔ και να στοχευθεί η κατάργηση ή και η κατάλληλη τροποποίησή τους, παράλληλα προς την άσκηση πίεσης προς υιοθέτηση της παρούσας ή παρεμφερούς προτάσεως.

Άρθρο 1
Πρέπει να προτιμάται η σύμφωνη προς τον παρόντα Νόμο ερμηνεία
(1) Κάθε διάταξη νόμου πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται κατά τρόπο σύμφωνο προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου, στο μέτρο που κάτι τέτοιο δεν έρχεται σε σύγκρουση με τον σκοπό της.
(2) Το παρόν άρθρο ισχύει για κάθε διάταξη νόμου, ανεξαρτήτως του χρόνου θέσπισής της.
Σχόλια
Το παρόν άρθρο στηρίζεται στις ερμηνευτικές διατάξεις των εθνικών νομοθετημάτων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το άρθρο 3 του UK Human Rights Act 1998 και το άρθρο 39, παράγραφος 2, του Συντάγματος της Νότιας Αφρικής.
Στην παράγραφο 2 διευκρινίζεται ότι πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο σύμφωνο προς τον κανόνα της παραγράφου 1 και οι διατάξεις νόμου που είναι προγενέστερες του Νόμου.

Άρθρο 2
Κήρυξη ασυμβατότητας
Σε κάθε δίκη στην οποία το δικαστήριο εξετάζει αν διάταξη νόμου μπορεί να ερμηνευτεί και να εφαρμοστεί κατά τρόπο σύμφωνο προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η διάταξη είναι ασύμβατη προς ένα ή περισσότερα από τα δικαιώματα αυτά, μπορεί να προβεί σε κήρυξη της ασυμβατότητας ή να εκδώσει κατάλληλη διάταξη σχετική με την ασυμβατότητα αυτή, στο πλαίσιο των εξουσιών του δικαστηρίου.
Σχόλια
Το παρόν άρθρο στηρίζεται στο άρθρο 4 του UK Human Rights Act 1998.
Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, καθώς και του άρθρου 3, πρέπει να κρίνεται υπό το πρίσμα του συνταγματικού πλαισίου.

Άρθρο 3
Αποτελέσματα της κήρυξης ασυμβατότητας
(1) Η δήλωση ασυμβατότητας του άρθρου 2:
(α) δεν επηρεάζει την ισχύ, τη λειτουργία και την εφαρμογή της διάταξης νόμου την οποία αφορά και
(β) δεν δεσμεύει τους διαδίκους της δίκης.
(2) Εντός [120 ημερών] από τη δήλωση ασυμβατότητας του άρθρου 2 ο [Υπουργός που είναι αρμόδιος για τη διάταξη νόμου την οποία αφορά η δήλωση αυτή] υποβάλλει έκθεση [στην αρμόδια αρχή]:
(α) με την οποία ενημερώνει την [αρμόδια αρχή] για τη δήλωση ασυμβατότητας και
(β) παραθέτει την απάντηση της Κυβέρνησης στη δήλωση ασυμβατότητας.
Σχόλια
Το άρθρο αυτό εκθέτει τις συνέπειες της δήλωσης ασυμβατότητας του άρθρου 2.
Η παράγραφος 1 στηρίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 6 του UK Human Rights Act 1998.
Η παράγραφος 2 στηρίζεται στο άρθρο 92K του New Zealand Human Rights Act 1993.
Παρότι οι διατάξεις του άρθρου 3 έχουν στηριχθεί εν πολλοίς σε συστήματα common law με παράδοση υπεροχής του Κοινοβουλίου κατά τα πρότυπα του Ηνωμένου Βασιλείου, η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλεται από τον Υπουργό η έκθεση σχετικά με τη δήλωση ασυμβατότητας δεν είναι κατ’ ανάγκη το Κοινοβούλιο, αρκεί να πρόκειται για αρμόδια αρχή απέναντι στην οποία ο Υπουργός υποχρεούται σε λογοδοσία βάσει του συστήματος διακυβέρνησης του κράτους.

Άρθρο 4
Δήλωση συμβατότητας
(1) Η αρμόδια αρχή που προβαίνει στη θέσπιση νομοθετικών διατάξεων πρέπει να φροντίζει για τη σύνταξη δήλωσης συμβατότητας των προτεινόμενων διατάξεων.
(2) Μέλος του [νομοθετικού σώματος] που είναι εισηγητής [σχεδίου νόμου] η που ενεργεί εξ ονόματός του, οφείλει να μεριμνά ώστε η δήλωση συμβατότητας της παραγράφου 1 να κατατίθεται ενώπιον [του νομοθετικού σώματος/της αρμόδιας αρχής] όταν κατατίθεται [το σχέδιο νόμου].
(3) Η αρμόδια αρχή ή [το νομοθετικό σώμα] φροντίζουν για τη δημοσιοποίηση της δήλωσης συμβατότητας του άρθρου 1 εικοσιοκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη θέσπιση του νομοθετήματος και εντός του διαστήματος αυτού παρέχεται στο κοινό η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί του σχεδίου νόμου.
(4) Η δήλωση συμβατότητας της παραγράφου 1 πρέπει να αναφέρει :
(α) αν, κατά την άποψη του μέλους [του νομοθετικού σώματος] ή της αρμόδιας αρχής, αντίστοιχα, κάποιο τμήμα [του σχεδίου νόμου ή της προτεινόμενης νομοθετικής διάταξης] δεν είναι συμβατό προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Τμήμα ΙΙ του παρόντος Νόμου και
(β) σε περίπτωση που, κατά την άποψη αυτή υφίσταται ασυμβατότητα, ποια είναι η φύση και η έκταση αυτής.
Σχόλια
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να επισημανθούν στο νομοθέτη και στο κοινό τυχόν ασυμβατότητες προς το Μέρος ΙΙ του Νόμου πριν θεσπιστούν οι ασύμβατες νομοθετικές διατάξεις. Το άρθρο αυτό στηρίζεται σε υφιστάμενες διατάξεις που περιλαμβάνονται σε εθνικά νομοθετήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το άρθρο 6 του New Zealand Bill of Rights Act 1990.
Οι διατάξεις αυτές ενδέχεται να μην είναι αναγκαίες ή κατάλληλες στις έννομες τάξεις στις οποίες υφίσταται ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προνομοθετική ή νομοθετική διαδικασία για τον εντοπισμό και την αποτροπή ασυμβατότητας μεταξύ του εθνικού δικαίου και του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Άρθρο 5
Έλεγχος της νομοθετικής συμβατότητας
(1) Ο [Υπουργός Δικαιοσύνης/Γενικός Εισαγγελέας/άλλος σχετικός ή αρμόδιος Υπουργός] οφείλει να προκαλεί τον έλεγχο της συμβατότητας της υφιστάμενης νομοθεσίας με τον Νόμο καθώς και να φροντίζει για την υποβολή εκθέσεως επί του ελέγχου αυτού ενώπιον [του νομοθετικού σώματος/της αρμόδιας αρχής] εντός [τριών ετών] από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου.
(2) Ο έλεγχος της παραγράφου 1 πρέπει να περιγράφει τυχόν τροποποιήσεις, αναθεωρήσεις ή καταργήσεις που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμβατότητα των υφιστάμενων νομοθετικών διατάξεων προς τον παρόντα Νόμο.
Σχόλια
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να επισημανθούν στον νομοθέτη και σε κάθε άλλη αρμόδια αρχή τυχόν υφιστάμενες ασυμβατότητες σε σχέση με τον παρόντα Νόμο, προκειμένου οι σχετικές διατάξεις να μπορέσουν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν, ώστε ο Νόμος να αναπτύξει πλήρως την ισχύ και τα αποτελέσματά του. Οι συντάκτες έκριναν ότι μια τέτοια πρόβλεψη είναι αναγκαία, δεδομένου ότι υφίστανται ποικίλοι νόμοι, διατάξεις και κανονισμοί των οποίων η λειτουργία και η εφαρμογή ενδέχεται να είναι ασύμβατη προς τον Νόμο ή να υπονομεύει τον σκοπό, την πρόθεση και την αποτελεσματικότητά του.
Οι διατάξεις αυτές ενδέχεται να μην είναι αναγκαίες ή κατάλληλες στις έννομες τάξεις στις οποίες υφίσταται ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προνομοθετική ή νομοθετική διαδικασία για τον εντοπισμό και την αποτροπή ασυμβατότητας μεταξύ του εθνικού δικαίου και του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
* Έγγραφα που έχουν συνταχθεί από ΜΚΟ
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΤΙΤΛΟΣ
ΠΛΗΡΗΣ ΤΙΤΛΟΣ
Belgian Proposition
Proposition de Résolution Relative à la Protection des Défenseurs des Droits Humains (2012)
Brazilian Bill*
Protection Programme for Human Rights Defenders (PPHRD) under the Special Secretariat for Human Rights of the Presidency of the Republic (2009)
Brazilian Decree
Decree Number 6.044 of 12 February 2007 relating to a National Policy for the Protection of Human Rights Defenders
Burkinabe Bill
Avant-Projet de Loi Portant Protection des Défenseurs des Droits Humains au Burkina Faso (2012)
Colombian Decree*
Decree 4065 (2011): Creation of the National Protection Unit Congolese Bill Draft Bill on the Protection of Human Rights Defenders (2008)
Congolese Ministerial Order
Arrêté Ministériel n° 219/CAB/MIN/J&DH/2011 du 13 Juin 2011 Portant Création, Organisation et Fonctionnement d’une Cellule de Protection des Défenseurs des Droits de l’Homme
Guatemalan Agreement*
Agreement on Creating the Analysis Body (2008)
Guatemalan Catalogue*
Catalogue of Measures for the Prevention of Human Rights Abuses and Protection of Human Rights Defenders and Other Particularly Vulnerable Groups (2008)
Guatemalan Policy*
National Prevention and Protection Policy for Human Rights Defenders and Other Vulnerable Groups (2009)
Honduran Law
Ley de Protección Para Las y Los Defensores de Derechos Humanos, Periodistas, Comunicadores Sociales Y Operadores de Justicia (2015)
Indonesian Bill
Peraturan Presiden Republik Indonesia Nomor 23 Tahun 2011 Tentang Rencana Aksi Nasional Hak Asasi Manusia Indonesia Tahun 2011-2014
Ivorian Law
Loi n° 2014-388 de 20 Juin 2014 Portant Promotation de Protection des Défenseurs des Droits de l’Homme
Mexican Law
Ley Para La Protección de Personas Defensoras de Derechos Humanos y Periodistas (2012)
Mexican Regulation
Reglamento de La Ley Para La Protección de Personas Defensoras de Derechos Humanos y Periodistas (2012)
Nepalese Bill*
Draft Bill 2066 on Human Rights Defenders (2009)
Philippine Bill
An Act Defining Certain Rights of Human Rights Defenders and Providing Penalties for Violations Thereof in Implementation of the 1998 UN Declaration on the Rights and Responsibility of Individuals, Groups and Organs of Society to Promote and Protect Universally Recognised Human Rights or Otherwise Known as the UN Declaration on Human Rights Defenders (2011)










ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΟΗΕ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (ΑΒΑΝΑ, ΚΟΥΒΑ, 1990)

Οι επαγγελματικές ενώσεις των δικηγόρων έχουν ρόλο ζωτικής σημασίας στην τήρηση των επαγγελματικών προτύπων και της επαγγελματικής ηθικής, προστατεύοντας τα μέλη τους από διώξεις και ακατάλληλων περιορισμών και παραβάσεων, παρέχοντας νομικές υπηρεσίες σε όλους όσους τους χρειάζονται και συνεργαζόμενες με κρατικούς και άλλους θεσμούς προωθώντας τους σκοπούς της δικαιοσύνης και το δημόσιο συμφέρον.
Οι βασικές αρχές για το ρόλο των δικηγόρων έχουν διατυπωθεί για να συνδράμουν τα κράτη μέλη στο έργο τους για την προαγωγή και διασφάλιση του αρμόζοντα ρόλου των δικηγόρων και πρέπει να γίνονται σεβαστές και να λαμβάνονται υπόψη από τις Κυβερνήσεις στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας και πρακτικής και πρέπει να γίνονται γνωστές στους δικηγόρους, στους δικαστές, τους εισαγγελείς, σε μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, του νομοθέτη και του κοινού γενικά.
Πρόσβαση σε δικηγόρους και νομικές υπηρεσίες
1) Δικαίωμα όλων σε δικηγόρο
2) Εγγυήσεις κυβέρνησης για διασφάλιση αποτελεσματικών διαδικασιών και ανταποκρινόμενων μηχανισμών για αποτελεσματική και ίση πρόσβαση σε δικηγόρο όλων χωρίς διάκριση
3) Νομική βοήθεια αδυνάμων οικονομικά
4) Οι κυβερνήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις των δικηγόρων να προωθούν προγράμματα ενημέρωσης του κοινού για τα δικαιώματά τους και τα καθήκοντά τους απέναντι στο νόμο και το σημαντικό ρόλο των δικηγόρων στην προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών τους. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και βοήθεια στους οικονομικά ασθενέστερους ανθρώπους ή σε άλλους που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση για τη διευκόλυνση στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους και με τη συνδρομή δικηγόρων όπου καθίσταται αναγκαίο.
Ειδικές εγγυήσεις στα ζητήματα ποινικής δικαιοσύνης
5) Άμεση ενημέρωση για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο τη στιγμή της σύλληψης ή κατόπιν κατηγορίας για ποινικό αδίκημα
6) Δικαίωμα νομικής βοήθειας από εξειδικευμένο συνήγορο στους οικονομικά ασθενέστερους
7) Δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε δικηγόρο κατά τη σύλληψη και σε κάθε περίπτωση σε όχι περισσότερο από 48 ώρες από τη σύλληψη ή κράτηση.
8) Όλοι οι συλληφθέντες, κρατούμενοι ή φυλακισμένοι να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες, χρόνο, ευκολία να τους επισκέπτεται, να επικοινωνούν και να συμβουλεύονται το δικηγόρο τους, χωρίς καθυστέρηση, διακοπή ή λογοκρισία και με πλήρη εμπιστευτικότητα.
Ικανότητες και εκπαίδευση
9) Οι κυβερνήσεις, οι επαγγελματικές ενώσεις των δικηγόρων και οι εκπαιδευτικοί θεσμοί να διασφαλίσουν ότι οι δικηγόροι θα έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση και κατάρτιση και θα είναι ενήμεροι για τα ιδανικά και τα ηθικά τους καθήκοντα και για τα ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται από το εθνικό και διεθνές δίκαιο.
10) Υποχρέωση μη διάκρισης ανάμεσα στους δικηγόρους.
11) Σε χώρες όπου υπάρχουν ομάδες, κοινότητες ή περιοχές των οποίων οι ανάγκες για νομική βοήθεια δεν ικανοποιούνται, ειδικότερα όταν αυτές οι ομάδες έχουν διαφορετική κουλτούρα, παραδόσεις ή γλώσσες ή είναι θύματα προηγούμενων διακρίσεων, οι κυβερνήσεις, οι επαγγελματικές ενώσεις των δικηγόρων και οι εκπαιδευτικοί θεσμοί πρέπει να λάβουν ιδιαίτερα μέτρα για να προσφέρουν ευκαιρίες σε υποψηφίους από αυτές τις ομάδες να εισέλθουν στο δικηγορικό επάγγελμα και για να διασφαλίσουν ότι λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση.
Καθήκοντα και ευθύνες
12) Οι δικηγόροι πρέπει να διατηρούν την τιμή και αξιοπρέπεια του επαγγέλματός τους ως ουσιώδεις παράγοντες της δικαιοσύνης
13) Τα καθήκοντα των δικηγόρων απέναντι στους εντολείς τους πρέπει να περιλαμβάνουν :
α) Συμβουλές για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και για τη λειτουργία του νομικού συστήματος
β) Συνδρομή με κάθε κατάλληλο τρόπο και νομικές ενέργειες για την προστασία των συμφερόντων τους
γ) Συνδρομή ενώπιον δικαστηρίων και διοικητικών αρχών
14) Οι δικηγόροι προστατεύοντας τα δικαιώματα των εντολέων τους και προωθώντας τη δικαιοσύνη πρέπει να επιδιώκουν τη στήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών που αναγνωρίζονται από το εθνικό και διεθνές δίκαιο και πρέπει να ενεργούν με ελευθερία και με επιμέλεια σε συμφωνία με το νόμο, τα αναγνωρισμένα πρότυπα και την ηθική του δικηγορικού επαγγέλματος.
15) Οι δικηγόροι πρέπει να σέβονται ειλικρινώς τα συμφέροντα των εντολέων τους
Εγγυήσεις για το λειτούργημα του δικηγόρου
16) Οι κυβερνήσεις οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι δικηγόροι: α) μπορούν να εκτελούν όλες τις σχετικές εργασίες με το δικηγορικό λειτούργημα χωρίς εκφοβισμό, εμπόδια, παρενόχληση ή ακατάλληλες παρεμβάσεις, β) μπορούν να ταξιδεύουν και να συμβουλεύουν τους πελάτες τους ελεύθερα εντός της χώρας αλλά και στο εξωτερικό, γ) δεν υφίστανται ή απειλούνται με, δίωξη ή διοικητική, οικονομική ή άλλη ποινή, για καμία πράξη που διενεργήθηκε σε συμφωνία με τα αναγνωρισμένα επαγγελματικά καθήκοντα, πρότυπα και την επαγγελματική τους ηθική.
17) Όταν η ασφάλεια των δικηγόρων απειλείται σαν αποτέλεσμα της εκπλήρωσης των καθηκόντων τους, πρέπει να προστατεύονται επαρκώς από τις αρμόδιες αρχές.
18) Οι δικηγόροι δεν πρέπει να ταυτίζονται με τους εντολείς τους ή με τους σκοπούς των εντολέων τους σαν αποτέλεσμα εκπλήρωσης των καθηκόντων τους.
19) Τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές δεν πρέπει να αρνούνται το δικαίωμα του δικηγόρου να παρασταθεί ενώπιόν τους.
20) Οι δικηγόροι πρέπει να απολαμβάνουν ασυλίας για δηλώσεις που έγιναν με καλή πίστη κατά την υπεράσπιση προφορική ή γραπτή ή κατά τις παραστάσεις τους ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δικαστικής ή διοικητικής αρχής.
21) Πρόσβαση του δικηγόρου σε πληροφορίες, φακέλους και έγγραφα
22) Εμπιστευτική επικοινωνία ανάμεσα σε δικηγόρους και εντολείς
Ελευθερία της έκφρασης και ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι
23)…
Επαγγελματικές ενώσεις των δικηγόρων
24)…
25)…
Πειθαρχικές διαδικασίες
26) Κώδικες επαγγελματικής συμπεριφοράς δικηγόρων
27) Παράπονα ή κατηγορίες εναντίον δικηγόρων πρέπει να εξετάζονται κάτω από κατάλληλες διαδικασίες.
28) Ανεξάρτητη επιτροπή για τα πειθαρχικά παραπτώματα των δικηγόρων

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ – ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Οι κυβερνήσεις οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι δικηγόροι: α) μπορούν να εκτελούν όλες τις σχετικές με το δικηγορικό λειτούργημα ενέργειες, χωρίς εκφοβισμό, εμπόδια, παρενόχληση ή δυσανάλογες παρεμβάσεις, β) μπορούν να ταξιδεύουν και να συμβουλεύουν τους πελάτες τους ελεύθερα εντός της χώρας  αλλά και στο εξωτερικό, γ) δεν υφίστανται ούτε απειλούνται με, δίωξη ή διοικητική, οικονομική ή άλλη ποινή, για καμία πράξη που διενεργήθηκε σε συμφωνία με τα αναγνωρισμένα επαγγελματικά καθήκοντα, πρότυπα και την επαγγελματική τους ηθική. 


Οι προτεινόμενες διατάξεις προσκαλούν την κοινωνία των πολιτών σε διάλογο και συνδιαμόρφωση, ώστε να ενσωματωθεί απλά και αποτελεσματικά στην εθνική έννομη τάξη η επιταγή της 16ης Αρχής του ΟΗΕ για το Ρόλο των Δικηγόρων.



Όταν η ασφάλεια των δικηγόρων απειλείται σαν αποτέλεσμα της εκπλήρωσης των καθηκόντων τους, πρέπει να προστατεύονται επαρκώς από τις αρμόδιες αρχές.

Η διάταξη θα ενσωματώσει (αυτούσια) στην εθνική έννομη τάξη την επιταγή της 17ης Αρχής του ΟΗΕ για το Ρόλο των Δικηγόρων.
Για την ενεργοποίηση της σχετικής θετικής υποχρέωσης των Αρχών, θα πρέπει να γίνεται το ερώτημα: «Θα απειλούνταν τώρα ο/η Δικηγόρος αν δεν είχε ενεργήσει ως Δικηγόρος σε κάποια υπόθεση;»

Για την πλήρη ενσωμάτωση των ανωτέρω διατάξεων, θα πρέπει να ληφθούν και περαιτέρω νομοθετικά μέτρα, ώστε οι Δικηγόροι να προστατεύονται πρακτικά και αποτελεσματικά, και όχι μόνο θεωρητικά ή υποθετικά ή σε επίπεδο διακηρύξεων. Συνεπώς, προτείνονται ενδεικτικά οι ακόλουθες τροποποιήσεις άρθρων της υφιστάμενης νομοθεσίας:
1)     Προσθήκη στο άρθρο 81Α Π.Κ. των λέξεων: «ή λόγω της δράσης ή της ιδιότητας του παθόντος ως υπερασπιστή προσώπου που φέρει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά» ενδιαμέσως των λέξεων «χαρακτηριστικών φύλου» και «το πλαίσιο ποινής»
«Εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου «ή λόγω της δράσης ή της ιδιότητας του παθόντος ως υπερασπιστή προσώπου που φέρει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά» το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, το κατώτερο όριο της ποινής αυξάνεται στους έξι (6) μήνες και το ανώτερο όριο αυτής στα δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά ένα (1) έτος.
β) Στην περίπτωση κακουργήματος, που το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής ορίζεται σε πέντε (5) έως δέκα (10) έτη, το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις κακουργημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά τρία (3) έτη.
γ) Στην περίπτωση εγκλήματος, που τιμωρείται με χρηματική ποινή, το κατώτερο όριο αυτής διπλασιάζεται.
Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί κατά τα παραπάνω, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του προβλεπόμενου ποσού μετατροπής.»

Προσθήκη στον Π.Κ. νέων διατάξεων:
Όποιος εκφοβίζει, παρεμποδίζει ή παρενοχλεί δικηγόρο ή παρεμβαίνει δυσανάλογα στην εκτέλεση ενεργειών που σχετίζονται με το δικηγορικό λειτούργημα και την εντολή του ως δικηγόρου προς διαφύλαξη, υπεράσπιση, προστασία δικαιωμάτων που προστατεύει το Σύνταγμα, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
Αν η πράξη τελέστηκε από τα πρόσωπα και για τους σκοπούς που προβλέπει η παρ.1 του άρθ.137Α Π.Κ. ή για να αποτρέψει τον εκπροσωπούμενο από το δικηγόρο να ασκήσει νόμιμο δικαίωμά του ή για να δυσχεράνει την καταγγελία της μεταχείρισής του και την αναζήτηση αποκατάστασης ή αν ο δράστης τελεί τις πράξεις κατά συνήθεια ή κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαίτερα επικίνδυνος ή αν ο υπαίτιος ως προϊστάμενος έδωσε την εντολή τέλεσης της πράξης ή αν ο αριθμός των θυμάτων είναι μεγάλος, τιμωρείται με κάθειρξη.


Με την ευκαιρία, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προσκαλείται να τροποποιήσει κατάλληλα το άρθ.137Α και 137Β Π.Κ., ώστε να συμμορφώνεται ο ορισμός των «Βασανιστηρίων» προς τον αντίστοιχο ορισμό που δίνει ο Ο.Η.Ε. και το Συμβούλιο της Ευρώπης



Κάθε πράξη, με έγγραφο ή προφορικό λόγο ή με έργο, ενώπιον 3ων που ενδέχεται να θυματοποιήσει δικηγόρο λόγω της δράσης του ως εντολοδόχου, ταυτίζοντάς τον με τους εντολείς του ή με τους σκοπούς και τις ιδιότητές τους, τιμωρείται με φυλάκιση, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.


Οι προτεινόμενη διάταξη προσκαλεί την κοινωνία των πολιτών σε διάλογο και συνδιαμόρφωση, ώστε να ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη η επιταγή της 18ης Αρχής του ΟΗΕ για το Ρόλο των Δικηγόρων, που ορίζει ότι «Οι δικηγόροι δεν πρέπει να ταυτίζονται με τους εντολείς τους ή με τους σκοπούς και τις ιδιότητες των εντολέων τους.».

Οι δικηγόροι απολαμβάνουν ασυλία για δηλώσεις που έγιναν με καλή πίστη κατά την υπεράσπιση, προφορική ή γραπτή, ή κατά τις παραστάσεις και εκπροσωπευτικές ενέργειές τους ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δικαστικής ή διοικητικής αρχής.

Οι προτεινόμενες διατάξεις προσκαλούν την κοινωνία των πολιτών σε διάλογο και συνδιαμόρφωση, ώστε να ενσωματωθεί απλά και αποτελεσματικά στην εθνική έννομη τάξη η επιταγή της 20ης Αρχής του ΟΗΕ για το Ρόλο των Δικηγόρων.

Σε κάθε περίπτωση που θίγονται οι Βασικές Αρχές για το Ρόλο του Δικηγόρου, όπως υιοθετήθηκαν από τον ΟΗΕ στην Αβάνα της Κούβας το 1990, και ιδίως όταν θίγονται, παραγνωρίζονται ή και υπονομεύονται η τιμή και αξιοπρέπεια του επαγγέλματός τους ως ουσιωδών συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, οι θιγόμενοι Δικηγόροι ατομικά, αλλά και ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος στον οποίον είναι εγγεγραμμένοι, έχουν δικαίωμα αποκατάστασης της βλάβης τους.






[14]                        From restriction to protection, www.ishr.ch/sites/default/files/article/files/research_report_on_legal_environment_for_hrds_upload.pdf.
[15]                        In the eyes of the law: Human rights defenders demand national legal recognition and protection, Summary Consultation Report; In the eyes of the law: Human rights defenders demand national legal recognition and protection, Full ConsultationReport.
[16]                        In Defense of Life: Civil Observation Mission (moc) Report on the situation of human rights defenders in Mexico 2015 prepared by a group of national and international organisations (The Mexican Commission for the Defense and Promotion of Human Rights (cmdpdh), Peace Brigades International – Mexico Project (pbi Mexico) and Conexx-Europe, with the support of Amnesty International Mexico (ai Mexico), Just Associates (jass), the International Service for Human Rights (ishr), Front Line Defenders (fld), Protection International (pi), Robert F. Kennedy Human Rights (rfk Human Rights), the Observatory for the Protection of Human Rights Defenders (omct/fidh), and the German Coordination for Human Rights in Mexico), βλ.: www.cmdpdh.org/publicaciones_pdf/cmdpdh_en_defensa_de_la_vida_conclusiones_de_la_mision_de_observacion_civil_sobre_situacion_de_personas_defensoras_en_mexico_2015.pdf), καθώς και υλικό της Protection International στον ιστότοπό της focus http://focus.protectionline.org/ , το οποίο προκύπτει από μελέτη νέας ad hoc εθνικής νομοθεσίας και μηχανισμών για την προστασία των υπερασπιστών.
[17]                        Από τις 10 έως τις 11 Μαΐου 2016 συναντήθηκε στο Bossey της Ελβετίας ομάδα εμπειρογνωμόνων και νομικών υψηλού επιπέδου προκειμένου να συζητήσουν, να σχολιάσουν και να τροποποιήσουν το προσχέδιο του Πρότυπου Νόμου.
[18]                        Έκθεση του Δεκεμβρίου του 2013 που συνέταξε η πρώην Ειδική Εισηγήτρια για την κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, A/HRC/25/55
[19]4 Το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 15 Απριλίου 2010, A/HRC/RES/13/13, παρ. 5. 
15  Το Συμβούλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ην. Εθνών, Προστατεύοντας τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 12 Απριλίου 2013, A/HRC/RES/22/6, παρ. 16.
[21] Συμβούλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ην. Εθνών, Προστατεύοντας υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 12 Απριλίου 2013, A/HRC/RES/22/6, παρ. 9(β).
[9]                           International Service for Human Rights, Project report: Regional Consultation on Model National Law on the Recognition and Protection of Human Rights Defenders, Section 6.8.1.1.
[10]                        Βλ., παραδείγματος χάριν, Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, άρθρο 5, παράγραφος 2: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη απαγορεύουν όλες τις διακρίσεις βάσει αναπηρίας και εγγυώνται στα άτομα με αναπηρίες ίση και αποτελεσματική νομική προστασία κατά των διακρίσεων για οποιοδήποτε λόγο».
[11]                                                                                                                                                                    Αρχές της Yogyakarta για την Εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Σεξουαλικό Προσανατολισμό και στην Ταυτότητα του Φύλου, Αρχή υπ’ αριθ. 2: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να απολαμβάνει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς διάκριση με κριτήριο τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου».