Για Άμεση Δημοσίευση, 14 Μαΐου 2016
Οι Πλειάδες Απορρίπτουν την Επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Σχετικά με την θεώρηση της Τουρκίας ως Ασφαλούς Τρίτης Χώρας για τους Πρόσφυγες
Η Ελληνική Δράση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα - Πλειάδες καταδικάζει έντονα την επιστολή που εκδόθηκε στις 5 Μαΐου 2016 από τον Γενικό Διευθυντή Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που απευθυνόταν στον Έλληνα Γενικό Γραμματέα Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής. Μέσω της εν λόγω επιστολής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να καθιερώσει τυποποιημένη αιτιολογία άρνησης των αιτημάτων ασύλου των Σύριων και μη-Σύριων υπηκόων ως απαραδέκτως υποβαλλόμενων στην Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι η Τουρκία είναι ασφαλής τρίτη χώρα, παρά το γεγονός πως τέτοιες εν λόγω αναλύσεις θα πρέπει να είναι εξατομικευμένες και να αντικατοπτρίζουν αντικειμενική ζύγιση όλων των διαθέσιμων σχετικών πληροφοριών, όχι μόνο σχετικά με το νομικό πλαίσιο στη Τουρκία αλλά επίσης τεκμηριωμένων συνθηκών στην εν λόγω χώρα. Ακόμη και οι από 2008 Κοινές Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ Επεξεργασίας Πληροφοριών Χωρών Προέλευσης αναγνωρίζουν πως όταν απαιτούνται αναλύσεις συνθηκών χωρών, οι κατευθυντήριες γραμμές που παρέχονται πρέπει να βασίζονται σε "διαφανείς, αντικειμενικές, αμερόληπτες και ισορροπημένες" τεκμηριωμένες πληροφορίες.
Αντ'αυτού, η επιστολή της Επιτροπής διατυπώνεται ως οδηγός για τις ελληνικές αρχές και τους ομολόγους της ΕΑSΟ για τη συστηματική άρνηση όλων των αιτημάτων ως απαράδεκτων, με το να βρίσκουν τη Τουρκία ασφαλή τρίτη χώρα, χωρίς την αναφορά σε καμία από τις συνθήκες της χώρας ή πληροφορία που να περιγράφει την αναποτελεσματικότητα και αδυναμία πρόσβασης σε μηχανισμούς προστασίας στη Τουρκία και χωρίς να προτείνει κάποια πιθανά χαρακτηριστικά (βασισμένα σε εθνικότητα, πολιτικά φρονήματα, κλπ) που θα μπορούσαν να παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα. Η Επιστολή δεν αναγνωρίζει καν τους ιδιαίτερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί αντιφρονούντες, λιποτάκτες, εθνότητες (όπως οι Κούρδοι), θρησκευτικές ή σεξουαλικές μειονότητες ή δημοσιογράφοι, μεταξύ άλλων, και αγνοεί τελείως τα πορίσματα της αντιπροσωπείας τριών Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι οι άνθρωποι που απελάθηκαν από την Ελλάδα δεν μπόρεσαν να ζητήσουν άσυλο στη Τουρκία και κρατούνται (συμπεριλαμβανομένων και παιδιών) υπό καθεστώς φυλάκισης. Περιορίζοντας την ανάλυση στο νομικό πλαίσιο της Τουρκίας, η Επιτροπή θολώνει την ανάγκη προσεκτικής εκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και την επάρκεια διαθέσιμης προστασίας στη Τουρκία. Πουθενά στην επιστολή της Επιτροπής δεν παρέχεται καθοδήγηση (ή προειδοποίηση) για την ανάλυση του κινδύνου δίωξης ή άλλης σοβαρής βλάβης στη Τουρκία, ούτε απασχολείται με αξιόπιστες εκθέσεις επαναπροώθησης από τη Τουρκία. Η επιστολή αποτυγχάνει να λάβει υπόψη εκθέσεις από το Human Rights Watch πως κρατήθηκαν τα άτομα που επανεισήχθησαν στη Τουρκία, χωρίς παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ή για τη διάρκεια της κράτησής τους, πόσο μάλλον διαθέσιμων διαδικασιών προστασίας, και τη κατάσχεση των κινητών τους τηλεφώνων. Δεν αναφέρει τις μορφές εκμετάλλευσης και καταναγκαστικής εργασίας των Σύριων, όπως αναφέρει η κυβέρνηση των ΗΠΑ και από πηγές ειδήσεων όπως η Guardian ή την τεκμηριωμένη έξαρση ιδιωτικής βίας κατά αλλοδαπών σ'όλη τη χώρα. Παρά το γεγονός ότι η επιστολή παραπέμπει σε μια "δέσμευση" από τις τουρκικές αρχές να επιτρέπουν στην ΕΕ να παρακολουθεί τα στρατόπεδα και τα κέντρα, η Επιτροπή δεν το έκρινε αναγκαίο να περιμένει έως την ολοκλήρωση μιας τέτοιας πρώτης επίσκεψης παρακολούθησης, που έχει προγραμματιστεί για τις αρχές Μαΐου 2016, προκειμένου να ενσωματώσει τα επίσημα πορίσματα στην επιστολή της. Παρομοίως η Επιτροπή παραμελεί τις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας του Δεκεμβρίου 2015 και πάλι του Απριλίου 2016, για Σύριους και Αφγανούς υπηκόους που εξαναγκάζονται να επιστρέφουν στη Συρία και το Αφγανιστάν από τις τουρκικές αρχές, παρόλο που επικαλούνται φόβο για τις ζωές τους, και πρόσφατες εκθέσεις του Human Rights Watch ότι Τούρκοι συνοριοφύλακες δολοφόνησαν Σύριους αιτούντες άσυλο. Τέτοιες ανεξάρτητες πηγές συχνά λαμβάνονται υπόψη για την επιδίκαση των αιτήσεων χορήγησης ασύλου παγκοσμίως, όπως επίσης και για την αξιολόγηση αξιώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Επιπλέον, η επιστολή της Επιτροπής "θυμάται" με συνοπτικές διαδικασίες τη προγενέστερη θέση ότι -μόνο και μόνο- η διέλευση μέσω Τουρκίας παρέχει επαρκή σύνδεσμο μεταξύ του διερχόμενου και της Τουρκίας, ώστε να αξιολογείται ευνοϊκά η τελευταία ως ασφαλή τρίτη χώρα. Όμως, πουθενά, ούτε στο αναφερόμενο έγγραφο, δεν παρέχει η Επιτροπή ουδεμία αιτιολόγηση για αυτό το προκάλυμμα που έρχεται σε ρητή αντίθεση προγενέστερης καθοδήγησης της Ύπατης Αρμοστείας ΗΕ σχετικά με τη γενική εφαρμογή της έννοιας μιας ασφαλούς τρίτης χώρας, που προϋποθέτει ότι η απλή διέλευση είναι ανεπαρκής σύνδεσμος μεταξύ του ατόμου και της εν λόγω χώρας. Εξαλείφοντας ουσιαστικά την απαίτηση μιας ουσιώδους σύνδεσης, η Επιτροπή δίνει εντολή ότι ακόμα και άτομα που δεν έχουν καμία επαφή ή γνώση περιοχών ή του τρόπου ζωής στη Τουρκία ενδέχεται να πάνε στη χώρα αυτή. Επιπλέον, η θέση της Επιτροπής πως όποιος διήλθε μέσω Τουρκίας (δηλαδή όλοι) είναι επαρκώς συνδεδεμένος με τη χώρα αυτή, ουσιαστικά αρνείται τη δυνατότητα προσβολής της ύπαρξης μιας τέτοιας σύνδεσης, μια προστασία που απαιτείται από την Οδηγία Διαδικασιών Ασύλου. Η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην εφαρμογή της αρχής ασφαλούς τρίτης χώρας για Σύριους και μη-Σύριου; υπηκόους, όπως παρουσιάζεται στην επιστολή της 5ης Μαΐου 2016, αποτελεί προσβολή της αξιοπρέπειας των θιγόμενων ατόμων και της ακεραιότητας του ελληνικού συστήματος ασύλου. Ο στόχος της Ελλάδος δεν θα έπρεπε να είναι, όπως συνεπάγεται από το γράμμα της Επιτροπής, απλά η αποφυγή νομικών ευθυνών, ιδίως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αντ' αυτού η Ελλάδα, με την υποστήριξη των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, θα πρέπει να επιδιώξει δράσεις που απέχουν τελείως από πράξεις που απειλούν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των ευάλωτων και από τραυματικές εμπειρίες ανθρώπων, εξασφαλίζοντάς τους διαδικαστικά και άλλα βασικά δικαιώματα τα οποία δικαιούνται. Κενές διαβεβαιώσεις, όπως εκείνες που προσφέρει η Τουρκία, δεν αναιρούν το γεγονός ότι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων λαμβάνουν χώρα κατά κόρον, ούτε και την ευθύνη που βεβαίως δύναται να διαπιστωθεί ότι έχει η χώρα μας, με την έκθεση των πραγματικών συνθηκών στις οποίες τα άτομα επιστρέφονται, συμπεριλαμβανομένων των ανεπαρκών πρακτικών διαδικασιών ασύλου και εξευτελιστικών συνθηκών κράτησης και διαβίωσης (βλ. M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος, ECtHR, 2011). Οι Πλειάδες καλούν την Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου, τις Επιτροπές Προσφυγών του ΠΔ 114/2010 (στα μέλη των οποίων η εν λόγω επιστολή, σημειωτέον, διανεμήθηκε, σε μια κραυγαλέα προσπάθεια να επηρεάσει την έκβαση των πρώτων αποφάσεων επί προσφυγών, οι οποίες αναμένονται να δημοσιευθούν τις επόμενες μέρες) καθώς και τους συνεργαζόμενους συναδέλφους τους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου EASO να ασκήσουν την ανεξαρτησία που τους παρέχεται από τις αντίστοιχες εντολές τους ώστε να εξετάσουν αντικειμενικά και προσεκτικά κάθε αίτηση ασύλου ξεχωριστά και να παρέχουν λεπτομερείς εξηγήσεις για κάθε απόφαση που λαμβάνεται, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου αποδοχής/εξέτασης του παραδεκτού τους. Κάθε απόφαση θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις νομικές απαιτήσεις αυτής της διαδικασίας και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη τύχη που ο/η εκάστοτε αιτών/-ούσα ενδέχεται να αντιμετωπίσει στη Τουρκία. Η διαφάνεια και ακεραιότητα αυτής της διαδικασίας έχει θεμελιώδη σημασία όχι μόνο για να θωρακίσει την αξιοπιστία του ελληνικού συστήματος ασύλου, αλλά επίσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια και την ασφάλεια καθενός από τους δεκάδες χιλιάδες ατόμων που το λιγότερο που τους αξίζει είναι η δέουσα διαδικασία που στη θεωρία τουλάχιστον εγγυάται η Ευρώπη.
Αντ'αυτού, η επιστολή της Επιτροπής διατυπώνεται ως οδηγός για τις ελληνικές αρχές και τους ομολόγους της ΕΑSΟ για τη συστηματική άρνηση όλων των αιτημάτων ως απαράδεκτων, με το να βρίσκουν τη Τουρκία ασφαλή τρίτη χώρα, χωρίς την αναφορά σε καμία από τις συνθήκες της χώρας ή πληροφορία που να περιγράφει την αναποτελεσματικότητα και αδυναμία πρόσβασης σε μηχανισμούς προστασίας στη Τουρκία και χωρίς να προτείνει κάποια πιθανά χαρακτηριστικά (βασισμένα σε εθνικότητα, πολιτικά φρονήματα, κλπ) που θα μπορούσαν να παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα. Η Επιστολή δεν αναγνωρίζει καν τους ιδιαίτερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί αντιφρονούντες, λιποτάκτες, εθνότητες (όπως οι Κούρδοι), θρησκευτικές ή σεξουαλικές μειονότητες ή δημοσιογράφοι, μεταξύ άλλων, και αγνοεί τελείως τα πορίσματα της αντιπροσωπείας τριών Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι οι άνθρωποι που απελάθηκαν από την Ελλάδα δεν μπόρεσαν να ζητήσουν άσυλο στη Τουρκία και κρατούνται (συμπεριλαμβανομένων και παιδιών) υπό καθεστώς φυλάκισης. Περιορίζοντας την ανάλυση στο νομικό πλαίσιο της Τουρκίας, η Επιτροπή θολώνει την ανάγκη προσεκτικής εκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και την επάρκεια διαθέσιμης προστασίας στη Τουρκία. Πουθενά στην επιστολή της Επιτροπής δεν παρέχεται καθοδήγηση (ή προειδοποίηση) για την ανάλυση του κινδύνου δίωξης ή άλλης σοβαρής βλάβης στη Τουρκία, ούτε απασχολείται με αξιόπιστες εκθέσεις επαναπροώθησης από τη Τουρκία. Η επιστολή αποτυγχάνει να λάβει υπόψη εκθέσεις από το Human Rights Watch πως κρατήθηκαν τα άτομα που επανεισήχθησαν στη Τουρκία, χωρίς παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ή για τη διάρκεια της κράτησής τους, πόσο μάλλον διαθέσιμων διαδικασιών προστασίας, και τη κατάσχεση των κινητών τους τηλεφώνων. Δεν αναφέρει τις μορφές εκμετάλλευσης και καταναγκαστικής εργασίας των Σύριων, όπως αναφέρει η κυβέρνηση των ΗΠΑ και από πηγές ειδήσεων όπως η Guardian ή την τεκμηριωμένη έξαρση ιδιωτικής βίας κατά αλλοδαπών σ'όλη τη χώρα. Παρά το γεγονός ότι η επιστολή παραπέμπει σε μια "δέσμευση" από τις τουρκικές αρχές να επιτρέπουν στην ΕΕ να παρακολουθεί τα στρατόπεδα και τα κέντρα, η Επιτροπή δεν το έκρινε αναγκαίο να περιμένει έως την ολοκλήρωση μιας τέτοιας πρώτης επίσκεψης παρακολούθησης, που έχει προγραμματιστεί για τις αρχές Μαΐου 2016, προκειμένου να ενσωματώσει τα επίσημα πορίσματα στην επιστολή της. Παρομοίως η Επιτροπή παραμελεί τις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας του Δεκεμβρίου 2015 και πάλι του Απριλίου 2016, για Σύριους και Αφγανούς υπηκόους που εξαναγκάζονται να επιστρέφουν στη Συρία και το Αφγανιστάν από τις τουρκικές αρχές, παρόλο που επικαλούνται φόβο για τις ζωές τους, και πρόσφατες εκθέσεις του Human Rights Watch ότι Τούρκοι συνοριοφύλακες δολοφόνησαν Σύριους αιτούντες άσυλο. Τέτοιες ανεξάρτητες πηγές συχνά λαμβάνονται υπόψη για την επιδίκαση των αιτήσεων χορήγησης ασύλου παγκοσμίως, όπως επίσης και για την αξιολόγηση αξιώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Επιπλέον, η επιστολή της Επιτροπής "θυμάται" με συνοπτικές διαδικασίες τη προγενέστερη θέση ότι -μόνο και μόνο- η διέλευση μέσω Τουρκίας παρέχει επαρκή σύνδεσμο μεταξύ του διερχόμενου και της Τουρκίας, ώστε να αξιολογείται ευνοϊκά η τελευταία ως ασφαλή τρίτη χώρα. Όμως, πουθενά, ούτε στο αναφερόμενο έγγραφο, δεν παρέχει η Επιτροπή ουδεμία αιτιολόγηση για αυτό το προκάλυμμα που έρχεται σε ρητή αντίθεση προγενέστερης καθοδήγησης της Ύπατης Αρμοστείας ΗΕ σχετικά με τη γενική εφαρμογή της έννοιας μιας ασφαλούς τρίτης χώρας, που προϋποθέτει ότι η απλή διέλευση είναι ανεπαρκής σύνδεσμος μεταξύ του ατόμου και της εν λόγω χώρας. Εξαλείφοντας ουσιαστικά την απαίτηση μιας ουσιώδους σύνδεσης, η Επιτροπή δίνει εντολή ότι ακόμα και άτομα που δεν έχουν καμία επαφή ή γνώση περιοχών ή του τρόπου ζωής στη Τουρκία ενδέχεται να πάνε στη χώρα αυτή. Επιπλέον, η θέση της Επιτροπής πως όποιος διήλθε μέσω Τουρκίας (δηλαδή όλοι) είναι επαρκώς συνδεδεμένος με τη χώρα αυτή, ουσιαστικά αρνείται τη δυνατότητα προσβολής της ύπαρξης μιας τέτοιας σύνδεσης, μια προστασία που απαιτείται από την Οδηγία Διαδικασιών Ασύλου. Η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην εφαρμογή της αρχής ασφαλούς τρίτης χώρας για Σύριους και μη-Σύριου; υπηκόους, όπως παρουσιάζεται στην επιστολή της 5ης Μαΐου 2016, αποτελεί προσβολή της αξιοπρέπειας των θιγόμενων ατόμων και της ακεραιότητας του ελληνικού συστήματος ασύλου. Ο στόχος της Ελλάδος δεν θα έπρεπε να είναι, όπως συνεπάγεται από το γράμμα της Επιτροπής, απλά η αποφυγή νομικών ευθυνών, ιδίως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αντ' αυτού η Ελλάδα, με την υποστήριξη των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, θα πρέπει να επιδιώξει δράσεις που απέχουν τελείως από πράξεις που απειλούν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των ευάλωτων και από τραυματικές εμπειρίες ανθρώπων, εξασφαλίζοντάς τους διαδικαστικά και άλλα βασικά δικαιώματα τα οποία δικαιούνται. Κενές διαβεβαιώσεις, όπως εκείνες που προσφέρει η Τουρκία, δεν αναιρούν το γεγονός ότι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων λαμβάνουν χώρα κατά κόρον, ούτε και την ευθύνη που βεβαίως δύναται να διαπιστωθεί ότι έχει η χώρα μας, με την έκθεση των πραγματικών συνθηκών στις οποίες τα άτομα επιστρέφονται, συμπεριλαμβανομένων των ανεπαρκών πρακτικών διαδικασιών ασύλου και εξευτελιστικών συνθηκών κράτησης και διαβίωσης (βλ. M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος, ECtHR, 2011). Οι Πλειάδες καλούν την Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου, τις Επιτροπές Προσφυγών του ΠΔ 114/2010 (στα μέλη των οποίων η εν λόγω επιστολή, σημειωτέον, διανεμήθηκε, σε μια κραυγαλέα προσπάθεια να επηρεάσει την έκβαση των πρώτων αποφάσεων επί προσφυγών, οι οποίες αναμένονται να δημοσιευθούν τις επόμενες μέρες) καθώς και τους συνεργαζόμενους συναδέλφους τους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου EASO να ασκήσουν την ανεξαρτησία που τους παρέχεται από τις αντίστοιχες εντολές τους ώστε να εξετάσουν αντικειμενικά και προσεκτικά κάθε αίτηση ασύλου ξεχωριστά και να παρέχουν λεπτομερείς εξηγήσεις για κάθε απόφαση που λαμβάνεται, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου αποδοχής/εξέτασης του παραδεκτού τους. Κάθε απόφαση θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις νομικές απαιτήσεις αυτής της διαδικασίας και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη τύχη που ο/η εκάστοτε αιτών/-ούσα ενδέχεται να αντιμετωπίσει στη Τουρκία. Η διαφάνεια και ακεραιότητα αυτής της διαδικασίας έχει θεμελιώδη σημασία όχι μόνο για να θωρακίσει την αξιοπιστία του ελληνικού συστήματος ασύλου, αλλά επίσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια και την ασφάλεια καθενός από τους δεκάδες χιλιάδες ατόμων που το λιγότερο που τους αξίζει είναι η δέουσα διαδικασία που στη θεωρία τουλάχιστον εγγυάται η Ευρώπη.