Από τον μύθο της «ομοιογένειας» στη συμμετοχική δημοκρατία
Του ΜΙΛΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ*
Το κύριο επιχείρημα όσων κινδυνολογούν επισείοντας απειλές «αλλοίωσης» του πληθυσμού από την ευχερέστερη απόδοση ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών και τους γονείς τους είναι ότι απειλείται η εθνική «ομοιογένεια». Αυτό το επιχείρημα αγνοεί ότι η Ελλάδα, όπως και κάθε σύγχρονο έθνος-κράτος, έχει ιδρυθεί, μετασχηματιστεί και εξελιχθεί μέσα από συγκλίσεις διαφορετικών τοπικών και περιφερειακών πολιτισμικών ταυτοτήτων και ότι ο καθένας μας κουβαλάει έναν πλούτο από εντελώς διαφορετικές εθνοτικές, συνειδησιακές και κοινωνικές ταυτότητες. Επίσης αποκρύπτει ότι η επίκληση μιας υποτιθέμενης ενιαίας και μονολιθικής «εθνοθρησκευτικής ομοιογένειας», και μάλιστα μέσα από δεσμούς αίματος που παραμένουν ευδιάκριτοι ως ευθεία γραμμή ανά τους αιώνες, δεν είναι παρά ένας μύθος, που αποτέλεσε πάντα εργαλείο αποκλεισμού και διακρίσεων, με δυσμενείς συνέπειες για το συλλογικό συμφέρον και όχι μόνο για τα άμεσα και ορατά του θύματα. Αν ο μύθος αυτός ευσταθούσε, τότε η μοναδικότητα αυτής της γωνιάς της υφηλίου θα συγκέντρωνε το έκπληκτο ενδιαφέρον γενετιστών και μελετητών του DNA.
Αντιθέτως, σε κάθε ιστορική περίοδο οι κάτοικοι της επικράτειας αναγνώρισαν εαυτούς γύρω από ένα σύνολο κοινών πεποιθήσεων και, συχνά θρησκευτικής και πολιτιστικής, συνείδησης. Ετσι σε κάθε εποχή, το «δίκαιο του αίματος» και η ιθαγένεια με βάση ένα κοινό «γένος» δεν είναι παρά «δίκαιο του εδάφους» (πολίτες=κάτοικοι) που στη διαδικασία αναγνώρισης και οικοδόμησης μιας κοινής εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας μετατρέπεται σε δίκαιο του αίματος (πολίτες=κάτοικοι με κοινή «καταγωγή» και «θρησκεία»). Συχνά αυτή η ταυτότητα καθοριζόταν σε σχέση με τους άλλους και στο πλαίσιο συγκρούσεων και πολέμων. Σήμερα, όπου τουλάχιστον σε αυτή την ήπειρο οι θρησκευτικοί πόλεμοι είναι απίθανοι, οι κάτοικοι της χώρας που επιθυμούν να ενταχθούν παραγωγικά σε μια πολιτική ενότητα και συλλογικότητα μπορούν να αναγνωριστούν γύρω από συνταγματικές αξίες της αξιοπρέπειας, της πλήρους πολιτικής και κοινωνικής συμμετοχής, τις ελευθερίες, τα δικαιώματα και το στόχο της κοινωνικής ισότητας, σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου.
Τι ισχύει στην Ε.Ε. Αν δούμε πώς οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν αναπτύξει τις πολιτικές της ιθαγένειας θα διαπιστώσουμε ότι σχεδόν όλες τους έχουν προβλέψει μια λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκή πρόσβαση της δεύτερης γενιάς μεταναστών στην ιθαγένεια. Η πλειοψηφία τους (2 στις 3 ευρωπαϊκές χώρες) παραχωρεί την ιθαγένεια σε όσους γεννήθηκαν στη χώρα είτε αυτόματα με τη γέννηση (25%) είτε έπειτα από 3 έτη (22%) ή 5 έτη (19%). Η Ελλάδα είναι πλέον η μόνη χώρα που δεν προβλέπει κάποια ειδική ρύθμιση για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς για πρόσβαση στη δυνατότητα να γίνουν Ελληνες πολίτες πριν από τους γονείς τους. Ακόμα και οι υπόλοιπες χώρες με αυστηρές προϋποθέσεις (Αυστρία, Ιταλία, Κύπρος), προβλέπουν ευνοϊκότερους όρους πρόσβασης στη μακρά διαμονή και ειδικές ρυθμίσεις για τη δεύτερη γενιά). Αντίστοιχα, ένας μεγάλος αριθμός ευρωπαϊκών χωρών (11: 41%) χορηγεί στην 1η γενιά μεταναστών την ιθαγένεια σε λιγότερα από 5-6 χρόνια και 14 χώρες σε 8-10 χρόνια.
* Οταν εφαρμοστεί η πρόσφατη διακήρυξη του πρωθυπουργού κ. Παπανδρέου δεν πρόκειται να συμβεί κάτι το συνταρακτικό, αλλά απλώς η Ελλάδα θα εναρμονίσει τις πολιτικές τής ιθαγένειας κάπου κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην εποχή της νέας μετανάστευσης. Ωστόσο, ακόμα και αν παραχωρηθεί η ιθαγένεια, αυτή θα παραμείνει νεκρό γράμμα εάν δεν συνοδεύεται από την αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων και από συμμετοχικές δομές, αντάξιες σε μια δυναμική και αναπτυσσόμενη ελληνική κοινωνία. Γι' αυτό χρειάζεται χορήγηση του καθεστώτος μακράς διαμονής στους εκατοντάδες χιλιάδες διαμένοντες πάνω από πέντε και δέκα χρόνια στην Ελλάδα -συμπεριλαμβανομένης της λεγόμενης «μιάμισης» γενιάς- το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές, και η ενίσχυση και συμμετοχή των οργανώσεων μεταναστών σε έναν πραγματικά δημοκρατικό δημόσιο εθνικό διάλογο για τη μετανάστευση. Υστερα από χρόνια ξενοφοβικής μεταναστευτικής πολιτικής η Ελλάδα συγκαταλέγεται στη μικρή μειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που εμποδίζουν τη συμμετοχή όλων των μεταναστών στη δημόσια ζωή. Στις μισές ευρωπαϊκές χώρες οι μετανάστες ψηφίζουν, ενώ στο 18% ψηφίζουν, αλλά και εκλέγονται στις τοπικές εκλογές. Αυτό αποτελεί ένα σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα, κυρίως για τις χώρες εκείνες στις οποίες οι μετανάστες αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του εργατικού δυναμικού, της χειρωνακτικής εργασίας και των υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, όταν εκατοντάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια ζουν και εργάζονται σε μια χώρα αλλά δεν έχουν λόγο στη διαχείριση των κοινών και σε αποφάσεις που τους αφορούν, τότε υπάρχει πρόβλημα. Η δημοκρατική συμβίωση απειλείται από την εκμετάλλευση ενός εργατικού δυναμικού χωρίς πολιτικά δικαιώματα -αλλά και υποχρεώσεις- και οι κοινωνικές εντάσεις καραδοκούν ως νομοτελειακή συνέπεια. Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο στις χώρες εκείνες όπου ούτε η ιθαγένεια χορηγείται εύκολα στους μετανάστες 1ης γενιάς. Με εξαίρεση την Τσεχία και την Πολωνία, που έχουν ανάλογα αρνητικές πολιτικές ιθαγένειας και πολιτικής συμμετοχής αλλά δεν φιλοξενούν σημαντικούς αριθμούς μεταναστών, όλες οι υπόλοιπες χώρες σε ένα από τα δύο πεδία (ιθαγένειας ή εκλέγειν-εκλέγεσθαι σε τοπικές εκλογές) παρέχουν δικαιώματα είτε πολιτικής συμμετοχής, είτε πρόσβασης στην ιθαγένεια. Μόνον η Ελλάδα και η Κύπρος είναι απόλυτα αρνητικές, αδικαιολόγητα ως προς το βαθμό παραγωγικής συμμετοχής του μεταναστευτικού δυναμικού στην οικονομία και κοινωνία τους.
* Οταν παραχωρηθεί το δικαίωμα ψήφου στους μετανάστες μακροχρόνιας διαμονής στην Ελλάδα, η Ελλάδα απλώς θα ενταχθεί στην πλειοψηφία των δημοκρατικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπου οι μετανάστες ψηφίζουν ή ακόμα και εκλέγονται στις δημοτικές εκλογές. Οι οργανώσεις μεταναστών Το πρόβλημα της Ελλάδας που ανέδειξε η έρευνα για την ένταξη των μεταναστών είναι ότι οι πολιτικές της για τη μετανάστευση δεν περιέχουν την παραμικρή διέξοδο για δημοκρατική συμμετοχή και για δικαιώματα στους μετανάστες παρά την πολυετή παραγωγική τους συμβολή στην κοινωνία και την οικονομία. Χώρες με κλειστές πολιτικές ιθαγένειας για την 1η γενιά παρέχουν ευνοϊκότερους για τη 2η γενιά ή δίνουν τη δυνατότητα ψήφου στις τοπικές εκλογές ή για συμμετοχή σε δημόσια διαβούλευση για θέματα που τους αφορούν (μεταναστευτική πολιτική). Αντίθετα, ακόμη και στον τελευταίο αυτό τομέα η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στη μειοψηφία των χωρών που δεν «ακούν» θεσμικά τούς μετανάστες, αλλά και δεν χρηματοδοτούν τις οργανώσεις τους.
* Οταν οι οργανώσεις μεταναστών και των δικαιωμάτων τους κληθούν να συμμετάσχουν στην κατ' όνομα Επιτροπή Κοινωνικής Ενταξης (Αποκλεισμού;) των Μεταναστών, από την οποία σήμερα αποκλείονται σκανδαλωδώς, χρηματοδοτώντας τις κυριότερες εξ αυτών, τότε η Ελλάδα απλώς θα πράξει το αυτονόητο, όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών της Ε.Ε., στοχεύοντας στη δημόσια νομιμοποίηση των πολιτικών και στην κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη. Νέες ρεαλιστικές και γενναίες πολιτικές ιθαγένειας και πολιτικής δημοκρατικής συμμετοχής των μεταναστών, τόσο με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι όσο και με την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή στη δημόσια ζωή και διαβούλευση για τα κοινά αγαθά και τους νόμους, δεν είναι παρά μια επιτακτικά αναγκαία ρήξη με φοβικές και ανιστόρητες μεταναστευτικές πολιτικές. Γιατί σε μια ραγδαία εξελισσόμενη και γόνιμη κοινωνία και νέα γενιά αξίζει ένα κράτος που εκτιμά και στηρίζεται στους ανθρώπινους πόρους της και δεν φοβάται να ξαναφανταστεί την πολιτική της συγκρότηση.
Πηγή στατιστικών στοιχείων : Migrant Integration Policy Index, www.integrationindex.eu Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου www.hlhr.gr
* Διευθυντής του Εθνικού Παρατηρητηρίου του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας ΕΝΩΣΗ-ΚΕΜΟ/i-RED